Σελίδες

8 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη με τον Γιώργο Δελλή - Μέρος 1ο: Διοίκηση και Διδακτικό Προσωπικό


Στον Πέτρο Πούγγουρα και τον Παναγιώτη Τσιάλα

Ο κ. Γιώργος Δελλής, στα 44 του χρόνια, διδάσκει ως Επίκουρος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, έχοντας ολοκληρώσει και ο ίδιος τις σπουδές του στη Νομική από το 1984. Γνωστός στους φοιτητικούς κύκλους της Σχολής για την αμεσότητα της διδασκαλίας του και τη φρεσκάδα των ιδεών του, μας κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον ως διδάσκων, δημιουργώντας μας την επιθυμία για μια πιο στενή συνομιλία μαζί του. Αντικείμενο της συζήτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το παρόν και το μέλλον του ελληνικού Πανεπιστημίου, στο οποίο και ο ίδιος υπηρετεί από τη δική του θέση με αγάπη και συνέπεια. Ο κ. Δελλής μας έκανε την τιμή να αποδεχθεί χωρίς δισταγμό την πρόσκλησή μας, ενώ μας μίλησε με ιδιαίτερη ζέση για όλα τα ζητήματα που του θέσαμε, ζητώντας την άποψή του.  Η συνάντησή μας με τον καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου πραγματοποιήθηκε το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, κατά την περίοδο που συζητιόταν με μεγάλη ένταση το προσχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας για τις αλλαγές στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση.  Η συνέντευξη-συζήτηση εκτίθεται σε τρία μέρη, λόγω του μεγάλου μεγέθους της. Ελπίζουμε να την βρείτε εξ ίσου χυμώδη και να σας κινήσει το ενδιαφέρον όσο και σε εμάς:

Ερ. Ο περίφημος νόμος 1268/1982 ήταν η απαρχή για το δημοκρατικό άνοιγμα του δημόσιου πανεπιστημίου σε όλα τα μέλη του. Σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, σε ποιο βαθμό αισθάνεστε δικαιωμένος και σε ποιο βαθμό διαψευσμένος, ως προς τις προσδοκίες που δημιούργησε το εν λόγω νομοθέτημα;

Απ.  Εγώ δεν έζησα το προ του 1982 καθεστώς των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Κατά συνέπεια, η  επαφή που έχω με τη συγκεκριμένη περίοδο προέρχεται περισσότερο από διηγήσεις των μεγαλυτέρων μου και κυρίως από τις διηγήσεις της μητέρας μου, η οποία εργαζόταν τότε ως βοηθός στην Πάντειο. Από τις διηγήσεις αυτές έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παλαιό σύστημα παρουσίαζε ένα σημαντικό πρόβλημα: τον καθηγητή-αφέντη. Ο καθηγητής εκείνης της περιόδου είχε δίπλα του τους υφηγητές και τους βοηθούς του, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στους σημερινούς υποψήφιους διδάκτορες του π.δ.407 (ενδιάμεση κατηγορία μελών δεν υπήρχε). Μάλιστα, οι βοηθοί ήταν αιώνιοι, γιατί ο καθηγητής χρειαζόταν πάντα τους «υπηρέτες του». Για να καταλάβετε, πήγαιναν οι φοιτητές και εξετάζονταν στο οδοντιατρικό του ΙΚΑ από τους βοηθούς, για να μη χάνει χρόνο ο καθηγητής.  Ο νόμος-πλαίσιο του 1982 άνοιξε οπωσδήποτε...

...τη διαδικασία, επιχειρώντας να την κάνει πιο δημοκρατική και συλλογική. Εισήγαγε μια –εκ πρώτης όψεως- βασική εγγύηση, τις ανοικτές διαδικασίες κρίσεως στα περισσότερα στάδια κι ακόμα αναγνώρισε για πρώτη φορά αυτόνομο διδακτικό έργο σε κάθε μέλος ΔΕΠ. Αυτό ήταν κάτι θετικό, όπως άλλωστε και η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα του Πανεπιστημίου. Μετά από τόσα χρόνια, όμως, ο νόμος πλαίσιο χρειάζεται μια δεύτερη εξέταση και εν τέλει μια αναδόμηση εκ βάθρων. Η άποψή μου είναι ότι ο ακαδημαϊκός αυταρχισμός δεν αίρεται, απλώς και μόνο επειδή καταργούμε τον καθηγητή-αφέντη, διότι σε αρκετές περιπτώσεις –ευτυχώς όχι στη Σχολή μας- οι ακαδημαϊκές κρίσεις υπολείπονται σε αμεροληψία αλλά και σε εχέγγυα ποιοτικής αξιολόγησης. Έτσι, οδηγούμαστε και πάλι, έστω και με διαφορετικά συστατικά, σε ένα πανεπιστήμιο παρόμοιας συνταγής με αγκυλώσεις, κλειστό και σε τελική ανάλυση υποκριτικό. Για μένα, το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου είναι η υποκρισία, η οποία χαρακτηρίζει τη λειτουργία του: λέμε ότι είμαστε καλοί, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν εργαζόμαστε όσο θα έπρεπε. Και αναφέρομαι σε όλους τους παράγοντες του πανεπιστημίου που φέρουν ευθύνη για τα κακώς κείμενα στο Ίδρυμα: διδάσκοντες, φοιτητές, εκπροσώπους των φοιτητών και διοικητικό προσωπικό. Αυτή η υποκρισία χαρακτηρίζει και το σημερινό κείμενο διαβούλευσης και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι τα παλαιότερα νομοσχέδια. Τουλάχιστον παλαιότερα η τιμή και η ευθύνη ανήκε εξ ολοκλήρου στον καθηγητή-αφέντη, ενώ σήμερα διαχέεται σε –συχνά κατ’όνομα μόνο- «συλλογικές» διαδικασίες, οπότε και εξατμίζεται:  έχουμε δημιουργήσει Τομείς, Τμήματα, ψηφοφορίες, πολύπλοκες διαδικασίες που διαρκούν από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς απαραίτητα να συμβάλλουμε στη βελτίωση του Πανεπιστημίου και στην απόδοση ευθυνών σε αυτό που φταίει.

Ερ. Σας βρίσκουν σύμφωνο οι αλλαγές που προτείνει το Υπουργείο, αναφορικά με το προσωπικό των Πανεπιστημίων;

Απ. Ας ξεκινήσω με μία αλλαγή η οποία φαίνεται θετική. Θα σας δώσω μια απάντηση, η οποία ίσως ακουστεί λιγάκι ιδιοτελής, όμως -πιστέψτε με- επιχειρώ να εξετάσω το ζήτημα όσο πιο αποστασιοποιημένα γίνεται. Οι πέντε κρίσεις που μεσολαβούν σήμερα, προκειμένου να γίνει κάποιος καθηγητής (ήτοι μία κρίση ανά βαθμίδα και μία για την κατάκτηση της μονιμότητας στη θέση του Επικούρου) ιδρύουν ένα σύστημα κρίσεων υπερβολικό, δυσλειτουργικό και ελαφρώς επικίνδυνο. Μην ξεχνάτε ότι ένας διδάσκων που διέρχεται συνεχώς από κρίσεις είναι εύλογο να μην αισθάνεται πάντοτε εντελώς ελεύθερος, ως προς τις επιστημονικές θέσεις που διατυπώνει. Από την άποψη αυτή το νομοσχέδιο είναι θετικό, στο μέτρο που μειώνει τις κρίσεις του διδακτικού προσωπικού από πέντε σε τρεις (μία αρχική – μία ενδιάμεση και μία τελική, για να εξελιχθεί ο διδάσκων σε τακτικό καθηγητή), προβλέποντας παράλληλα και μια κάπως πιο συνεχή, περιοδική αξιολόγηση. Για να σας μιλήσω και βιωματικά, τις περιόδους που βρίσκομαι υπό κρίση, θα δώσω περισσότερη έμφαση στο αμιγώς συγγραφικό μου έργο, με πιθανή παράπλευρη απώλεια, να μην προετοιμάσω το διδακτικό μου έργο τόσο καλά, αφού υποχρεούμαι να γράψω για να κριθώ. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ερευνητική και η διδακτική δουλειά δεν είναι απαραίτητα ευχερώς συμβατές στο σύνολό τους. παρουσιάζονται στιγμές που πρέπει να ρίχνεις περισσότερο βάρος στη μία εις βάρος της άλλης. Συν τοις άλλοις, οι πέντε κρίσεις έχουν υποβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα των γραφομένων, διότι η ποιοτική κρίση έχει εκτραπεί σε ποσοτική, ιδίως σε Σχολές, όπως η δική μας, στις οποίες όλα κρίνονται από το γραπτό. Κατά συνέπεια, το να μειώσουμε τα στάδια των κρίσεων και των εξελίξεων του διδακτικού προσωπικού δεν είναι κακό. 

Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι το Υπουργείο μετατρέπει τη διαδικασία της κρίσεως από ανοικτή σε κλειστή στα στάδια εξέλιξης, με βρίσκει αρνητικό. Είναι θετικό στοιχείο του συστήματος η ανοικτή διαδικασία κρίσεως -αν μη τι άλλο, διατηρεί τους διδάσκοντες σε κατάσταση εγρήγορσης. Έχουν βέβαια καταγραφεί, ιδίως σε περιφερειακά πανεπιστήμια και περιπτώσεις  αθέμιτων πιέσεων σε καθ’ όλα αξιοπρεπείς και ποιοτικά εντάξει συναδέλφους ενδιάμεσης βαθμίδας. Από την άλλη μεριά όμως, αυτό είναι εγγενές μειονέκτημα κάθε συστήματος κρίσεων στα Πανεπιστήμια, όποιο και αν είναι αυτό. Δεν υποστηρίζω ότι δεν πρέπει να ενδιαφερθούμε και γι’ αυτά. επισημαίνω απλώς ότι τα πανεπιστήμια θα έχουν πάντοτε καλογερικά πάθη. Και αυτά δεν θεραπεύονται με την αναγραφή συνταγών σε μια κόλλα χαρτί που τιτλοφορείται ως νόμος. Η ιδιοτέλεια, ο υποκειμενισμός, η αυθαιρεσία δεν αίρονται με φιλόδοξους νόμους. Τουλάχιστον η ανοικτή κρίση αναγκάζει τον υποψήφιο να τηρεί ένα ποιοτικό επίπεδο και αυτή τη στιγμή σας ομιλεί κάποιος που οφείλει σχετικά σύντομα να ξανακριθεί.



Ερ. Η έξοδος από το ΔΕΠ του προσωπικού που αντιστοιχεί στο βαθμό και στα προσόντα του πρώην λέκτορα δεν φοβάστε ότι θα οδηγήσει σε μια συμπίεση προς τα πάνω το διδακτικό προσωπικό;

Απ. Κατ’ αρχάς υπάρχει ένας βασικός κανόνας στην Ελλάδα: όσους εκ πρώτης όψεως αδικεί και υποβαθμίζει ένα νομοσχέδιο, με τις μεταβατικές διατάξεις τους αποκαθιστά και τους τακτοποιεί, ώστε σε τελειωτική εκτίμηση να ευνοούνται. Αυτό θα συμβεί και με τους υφιστάμενους λέκτορες. Από εκεί και πέρα, οι νέες γενιές λεκτόρων θα καταλάβουν τη θέση των συμβασιούχων του π.δ. 407, ενώ στην κατώτατη (πλέον) βαθμίδα του διδακτικού προσωπικού, ο νόμος αναβαθμίζει τους λέκτορες σε επίκουρους.  Άλλωστε, εάν πρόκειται να επέλθει μείωση στο διδακτικό προσωπικό, δεν θα επέλθει εξ αιτίας αυτής της διάταξης. Σημειωτέον ότι με την πρόβλεψη αυτή, δημιουργείται μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών, τα οποία αποκτούν την ονομασία λέκτορες, κατηγορία η οποία μάλλον έλειπε ή πάντως δεν ήταν σωστά ρυθμισμένη με το π.δ. 407. Όσο για τους ενδιαφερόμενους να διοριστούν μέλη ΔΕΠ, τα πρόσωπα αυτά, αντί να ξεκινούν από την εισαγωγική βαθμίδα του λέκτορα θα ξεκινούν από τη βαθμίδα του Επίκουρου, κάτι που μάλλον τους εξυπηρετεί παρά τους θίγει. Στο εξής, όταν ανοίγει μια εισαγωγική θέση, θα ανοίγει σε επίπεδο Επικούρου. Ούτως ή άλλως, στα περιφερειακά πανεπιστήμια αυτός που είχε το περίφημο «δόντι», συνήθως γινόταν Επίκουρος ή και Αναπληρωτής με τη μία, ενώ στις Σχολές του κέντρου, ο υποψήφιος ξεκινούσε σχεδόν πάντα από τη θέση του λέκτορα και σπανίως από το βαθμό του Επίκουρου.

Ερ. Ας έρθουμε τώρα στο νέο καθεστώς διοίκησης των Πανεπιστημίων. Ποια είναι η άποψή σας, αναφορικά με την ίδρυση του Συμβουλίου ως νέου οργάνου διοίκησης των Πανεπιστημίων;

Απ. Αυτή η ιστορία με το Συμβούλιο, αδυνατώ να καταλάβω πώς θα λειτουργήσει. Η ιδέα είναι ότι δημιουργούμε ένα νέο όργανο, το οποίο δεν θα ελέγχεται πλήρως από τις διαδικασίες εκλογής που ισχύουν σήμερα στο Πανεπιστήμιο. Η εγκατάλειψη μιας παράδοσης αναδείξεως της Πανεπιστημιακής διοίκησης αποκλειστικά από μέλη του Ιδρύματος, και μάλιστα εκλεγμένα, αποτελεί οπωσδήποτε μια έκπτωση. Αποτελεί ίσως την απόληξη μιας παθολογίας, σύμφωνα με την οποία το υπάρχον καθεστώς, καίτοι χαρακτηριζόμενο από τις πλέον δημοκρατικές διαδικασίες που μπορεί να φανταστεί κανείς, δεν έχει κατορθώσει να τις κατευθύνει ώστε να λειτουργούν σωστά. Παρά ταύτα, αμφιβάλλω αν ένα τέτοιο Συμβούλιο θα βοηθούσε. Πρόκειται για ένα πρότυπο διοίκησης που έχει αναπτυχθεί αγγλοσαξωνικά και το οποίο δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να «πιάσει» στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, όποιος διορίζει το Συμβούλιο θα έχει πολύ μεγάλη δύναμη, αφού και το ίδιο το Συμβούλιο διατηρεί πολύ σοβαρές αρμοδιότητες. Ενώ, όμως, στις αγγλοσαξωνικές χώρες θα ήταν περιττός ένας κανόνας, ο οποίος θα όριζε ότι «πρόσωπα με εξουσία απαγορεύεται να την καταχρώνται», στην ηπειρωτική Ευρώπη και δη στη Μεσόγειο δεν έχουν παρατηρηθεί ανάλογες τάσεις αυτοπεριορισμού. «Il potere logora chi ce l'ha», λένε στην Ιταλία, εννοώντας ότι «η εξουσία διαφθείρει εκείνον που την έχει» - και όσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία, τόσο μεγαλώνει και ο κίνδυνος κατάχρησής της. Ας το πάρουμε απόφαση: λειτουργούμε σε μια εντελώς διαφορετική λογική εδώ στην Ευρώπη. Είναι πολύ σκοτεινό αυτό το Συμβούλιο, με φοβίζει και δεν πιστεύω ότι θα πάει καλά. Υπό συνθήκες εργαστηρίου θα μπορούσε να αλλάξει πολλά πράγματα - υπό κανονικές συνθήκες, όμως, δεν ξέρω τι θα κάνει. Γενικά, είναι ουτοπικό σε πολλά σημεία του το νομοσχέδιο. Αφήστε που υιοθετεί, όπως όλα τα προηγούμενα, μια προκρούστεια λογική: η Νομική Αθηνών, η Ιατρική Αθηνών και το Πολυτεχνείο έχουν εντελώς διαφορετική ιστορία, κύρος και προβλήματα, σε σχέση με μια επαρχιακή Σχολή τρίτη ή τέταρτη στη σειρά προτίμησης των υποψηφίων. Δεν μπορεί να υιοθετήσεις ενιαία γραμμή αντιμετώπισης και για τα δύο, κι όμως το νομοσχέδιο αυτό κάνει. Πόσο μάλλον που οι αποφάσεις θα λαμβάνονται εφεξής σε επίπεδο Σχολής και όχι Τμήματος.

Ερ. Με βάση την τελευταία σας αποστροφή, να υποθέσω ότι είστε αντίθετος και με το προτεινόμενο μέτρο για καθιέρωση ενός προπαρασκευαστικού έτους σπουδών ανά Σχολή, πριν την εισαγωγή σε συγκεκριμένο Τμήμα;

Απ. Ασφαλώς! Σε εμάς στη Νομική τί πρόκειται να γίνει δηλαδή; Θα εισάγονται οι πρωτοετείς φοιτητές του Οικονομικού, του Πολιτικού και του Νομικού Τμήματος από κοινού ως φοιτητές Νομικής και στη συνέχεια θα προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη στο δεύτερο έτος, ποιός θα προχωρήσει στο Οικονομικό Τμήμα, ποιος στο Νομικό και ποιος στο Πολιτικό; Εδώ –σας εξομολογούμαι- διδάσκουμε Σύνθεση Δημοσίου στο 4ο έτος και καμιά φορά είναι ανάγκη να κλείσουμε τα κινητά μας τηλέφωνα πριν την εξέταση, για να μη γινόμαστε δέκτες «περίεργων» αιτημάτων. Η ελληνική κοινωνία είναι φτιαγμένη για να πιέζει τις υφιστάμενες δομές της. Του Έλληνα μπορεί να μην του αρέσει η αδικία, όμως θα ήθελε πάρα πολύ να έχει ένα δικό του γνωστό, για να βολέψει το γιο ή την κόρη του. Σε αυτές τις υπαρκτές πιέσεις, το νέο σύστημα, τι θα ‘χει να αντιτάξει; 

Ερ. Για να καταλάβω, εάν λύναμε το πρόβλημα με το αδιάβλητο θα εξακολουθούσατε να έχετε αντιρρήσεις στο μέτρο των προπαρασκευαστικών εξετάσεων;

Απ. Κι άλλες εξετάσεις; Θα σας πω κάτι. Το Πανεπιστήμιο, όσο και να διαμαρτυρόμαστε, έχει και ορισμένα καλά πράγματα. Η «ακαταστασία» του Πανεπιστημίου, την οποίαν εγώ βιωματικά την έζησα, όταν σπούδαζα, έχει και ορισμένες θετικές πτυχές. Ξέρετε, το Πανεπιστήμιο του 1984-1988 δεν έχει και πολύ μεγάλες διαφορές με το τωρινό. Κατ’ αρχάς, όσοι θέλουν να εξελιχθούν και να μάθουν, και καλούς διδάσκοντες μεταξύ των διδασκόντων μπορούν να βρουν και καλά μαθήματα και καλές προοπτικές. Πάνω απ’ όλα, μπορούν να βρουν την ηρεμία και το χρόνο να κάνουν κι άλλα πράγματα πέρα από το διάβασμα: μπορούν να γνωρίσουν τέχνη, κινηματογράφο, ξένες γλώσσες κλπ, δίχως να μπουν σε μια λογική στρατιωτικής πειθαρχίας. Αυτό θα πεθάνει αν επιλέξουμε να προσθέσουμε κι άλλες εξετάσεις. Φαντάσου να μπαίνεις στο πρώτο έτος, και εκεί που έχεις αρχίσει να ανακαλύπτεις τον κόσμο, να κοινωνικοποιείσαι και να πολιτικοποιείσαι, ενδεχομένως να αποκτάς αισθητική σε σχέση με τον κινηματογράφο διαφορετική από τα blockbusters, στα οποία πήγαινες κάθε Παρασκευή βράδυ, για να ξεκουραστείς από το κτηνώδες διάβασμα που έκανες για να μπεις στη Σχολή, ξαφνικά αντί για όλα αυτά θα πρέπει να σκεφτείς, πώς θα ξανα-περάσεις στη Νομική της Αθήνας. Γιατί γινόμαστε πάλι υποκριτές, όταν παριστάνουμε πως δεν γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι φοιτητές της Νομικής θα θέλουν να μπουν στο Νομικό Τμήμα. Τι θα προτιμήσει ο φοιτητής, με βάση τις διαγραφόμενες επαγγελματικές δυνατότητες που προσφέρει η Νομική σε σχέση με το Πολιτικό ή το Οικονομικό τμήμα; Αυτό μοιραία όχι μόνο θα δημιουργήσει τμήματα δύο ταχυτήτων αλλά και θα καταστρέψει το πρώτο έτος και κάτι τέτοιο προφανώς δεν το θέλω. Δεν αποκλείεται ο ανωτέρω κίνδυνος να μπορεί να αποφευχθεί σε κάποια άλλη Σχολή και άρα το μέτρο να μπορεί να ισχύσει, όμως να η προκρούστεια κλίνη που σας έλεγα. One size fits all. Δε γίνεται!

Ερ. Με συγχωρείτε που επανέρχομαι σε κάτι προηγούμενο, όμως θα ήθελα να σας ζητήσω μια διευκρίνιση. Υποστηρίζετε ότι το Συμβούλιο είναι ένα μέτρο μάταιο για τα Ελληνικά δεδομένα ή ένα μέτρο επικίνδυνο;

Απ. Φοβάμαι ότι είναι κάτι ξένο. ξένο ως προς τα δικά μας γονίδια. Να ξεκινάγαμε αλλιώς; Εγώ –τη στιγμή αυτή που μιλάμε- θα επιθυμούσα στη Νομική Σχολή της Αθήνας ένα Συμβούλιο, με συμβουλευτικές αρμοδιότητες στην αρχή, για να μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί του. Φανταστείτε ένα Συμβούλιο, στο οποίο θα συμμετείχε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, (ή ένα μέλος του ΣτΕ ex officio), ένας μέλος του Αρείου Πάγου, ένα μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων της Αθήνας, κάποιος διδάσκων από μία Νομική Σχολή του εξωτερικού ή του εσωτερικού, και τρεις-τέσσερις καθηγητές μαζί με άλλους δυο-τρείς φοιτητές του Ιδρύματος. Κάπως έτσι αναπαραστήστε το και ξεχάστε τα νούμερα. Το Συμβούλιο αυτό δεν θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, πλην όμως θα έχει κύρος και κέφι να εκφράζει τις απόψεις του. Εάν οι απόψεις του μας οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το όργανο αυτό μπορεί να αποκτήσει και ορισμένες αποφασιστικές/ελεγκτικές αρμοδιότητες, ας μεταβούμε σε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν είναι κακή ιδέα το Συμβούλιο, αλλά όχι έτσι όπως προτείνεται και όχι με τόσο βίαιο και αιφνιδιαστικό τρόπο. Για να μη μιλήσω για τον προσδιορισμό του στο νόμο ως «διεθνοποιημένου»! Λοιπόν, αν έπρεπε να βάλω ένα τίτλο σε αυτό το νομοσχέδιο θα διάλεγα τούτον: «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»! Εκπέμπει αναμφίβολα έναν μεγαλοϊδεατισμό το νομοσχέδιο. Παλιότερα ως Μεγάλη Ιδέα προβάλλαμε την πατρίδα και είδαμε πού μας οδήγησε. Σήμερα Μεγάλη Ιδέα είναι η πολύ-πολιτισμική, διεθνοποιημένη, κοντά στην κοινωνία και στην επιχειρηματικότητα εκπαίδευση. Φοβάμαι ότι όλα αυτά μου θυμίζουν πάρα πολύ ξύλινη γλώσσα, έστω και αν πίσω από αυτήν κρύβονται σε ορισμένες περιπτώσεις ευγενείς σκέψεις και ελπίδες. Ναι, χρειαζόμαστε κάτι πολύ πιο σύγχρονο, προσαρμοσμένο στις αλλαγές που βιώνει η κοινωνία μας. Ναι θέλουμε να αποκαταστήσουμε μια ορισμένη επαφή με την πράξη, από την οποία απομακρυνθήκαμε (όχι τόσο όσο λένε πολλοί, αλλά εν πάση περιπτώσει απομακρυνθήκαμε). Όλα αυτά είναι καλό να αλλάξουνε και είναι εύλογος ο σχετικός προβληματισμός, όπως άλλωστε ήταν εύλογη και η επιθυμία των προγόνων μας έναν αιώνα πριν, να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν περισσότερο με την άλλη πλευρά του Αιγαίου, στην οποία κατοικούσαν οι άλλοι μισοί Έλληνες. Παρά ταύτα οι Μεγάλες Ιδέες μας κάνουν συχνά κακό. Και σ’ αυτό ακριβώς το σφάλμα υποπίπτει και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο: καταλήγει να είναι ανεφάρμοστο.



Και επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να σας επιστρέψω την ερώτηση: Μπορεί να προχωρήσει αυτό το νομοσχέδιο, που επιφέρει τόσο μεγάλες αλλαγές, εάν δεν επιτύχει προηγουμένως συναίνεση; Η ερώτηση είναι ασφαλώς ρητορική. Δίχως συναίνεση, τα επίμαχα μέτρα δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν. Κάνε κάτι λιγότερο και πέρασέ το! Φταίει όμως και η πολιτική αλαζονεία του κάθε Υπουργού Παιδείας, ο οποίος κάθεται και ονειρεύεται ότι θα φτιάξει το φοβερό νομοσχέδιο που θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας για την Ανώτατη Εκπαίδευση, πλην όμως κλείνει ερμητικά τα μάτια στα βασικά ζητήματα. Μας λέει τίποτα το νομοσχέδιο για το φλέγον ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, ή απλώς παριστάνουμε ότι δεν υπάρχει; Είναι δυνατόν να φιλοδοξείς να ψηφίσεις ένα διαχρονικό νομοσχέδιο για τα επόμενα είκοσι χρόνια, και συγχρόνως να αγνοείς αυτό το μείζον ζήτημα; Εισάγει καμία ρύθμιση το νομοσχέδιο για την υπερπληθώρα των Σχολών και των Τμημάτων;

Ερ. Προβλέπει σε ορισμένες ρυθμίσεις του για συγχωνεύσεις Σχολών και Τμημάτων με συναφή γνωστικά αντικείμενα…

Απ. Δεν τολμάει όμως να πει ότι κάποια θα καταργηθούν! Κι όμως κάποια Τμήματα πρέπει να κλείσουν! Τα περιφερειακά Πανεπιστήμια λειτούργησαν αρκετές φορές σαν επαγγελματική αποκατάσταση κάποιων ημετέρων. Κι όλα αυτά πίσω από το μικροπολιτικό στοιχείο της Υπουργικής μέριμνας για τις ανάγκες της επαρχίας: να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας, να κοιμίσουμε τον Έλληνα γονέα ότι –αν μη τι άλλο- το παιδί του δεν θεωρείται άνεργο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μιας και κατάφερε να μπει σε μία Σχολή (όποια και να ναι) κλπ. Καθόλου δεν τα καταπολεμά αυτά το νομοσχέδιο.

Ερ. Κι όμως, στις εισηγητικές του παρατηρήσεις, το κείμενο του Υπουργείου διαπιστώνει τα προβλήματα που αναφέρατε…

Απ.  Θα σας εξομολογηθώ ότι διάβασα καχύποπτα το κείμενο της διαβούλευσης. Ξεκινώντας, όμως, να το διαβάζω γεμάτος καχυποψία, συνειδητοποίησα γρήγορα ότι στην περιγραφή του προβλήματος ήταν εξαιρετικά εύστοχο. Η αντίφασή του, όμως, είναι η εξής: από τη στιγμή που προβαίνεις σε μια τόσο σωστή περιγραφή, πώς είναι δυνατόν να οδηγείσαι στις συγκεκριμένες προτάσεις; Από τη μια μεριά φοβάσαι να κάνεις τις τομές που ενέχουν πολιτικό κόστος και από την άλλη εμπνέεσαι από ένα μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος σε κατευθύνει σε ουτοπία, με συνέπεια να αντιφάσκεις ως προς την περιγραφή που έκανες στο πρόβλημα.

Ερ. Κλείνοντας τη θεματική ενότητα της αυτοδιοίκησης, παρατηρούμε ότι μέσα στις αρμοδιότητες του αρτισύστατου Συμβουλίου είναι και η επιλογή του Πρύτανη, προερχόμενου ενδεχομένως και από το εξωτερικό. Εσείς πώς αντιμετωπίζετε αυτόν το νέο τρόπο ανάδειξης;

Απ. Λέτε για τον Πρύτανη από την Τανζανία; :)  Κοιτάξτε, στη λογική του –η οποία είναι όμως λογική συνθηκών εργαστηρίου- το προτεινόμενο σύστημα παρουσιάζει μια εσωτερική συνοχή και όντως υπάρχουν στο εξωτερικό Σχολές οι οποίες έχουν οργανωθεί έξοχα με το συγκεκριμένο τρόπο: ο Πρύτανης είναι το όργανο που διορίζεται και παύεται από το Συμβούλιο, ενώ το Συμβούλιο λειτουργεί ως ένα δημοκρατικό σώμα έστω και όχι απόλυτα (αφού σε αυτό μετέχουν, εκτός από έναν αριθμό εκλεγμένων μελών του Ιδρύματος, και κάποια άλλα διορισμένα μέλη, ενδεχομένως προερχόμενα από σχηματισμούς εκτός του Ιδρύματος). Έρχομαι στα δικά μας: το πρόβλημα του Πρύτανη είναι επόμενο του Συμβουλίου και πολύ σωστά μου θέσατε πρώτα το ζήτημα του Συμβουλίου και στη συνέχεια το ζήτημα του Πρυτάνεως. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι τόσο μεγάλη και αναφαίρετη κατάκτηση η ανάδειξη του Πρυτάνεως με άμεση εκλογή. Η υφιστάμενη διαδικασία, όπως λειτούργησε μέχρι σήμερα, δεν με έχει πείσει, ούτε με εκφράζει πλήρως, ούτε εκφράζει τους περισσότερους φοιτητές, όπως άλλωστε δηλώνουν και διά της αποχής τους. Εγώ τον Πρύτανή μου τον βλέπω στην αρχή, όταν με ορκίζει, και σε κάτι πανηγυρικές εκδηλώσεις. Τον Πρύτανη τον χρειάζεσαι κατά βάση σε ρόλο συμβολικό. Συνεπώς, το δικό μου πρόβλημά δεν είναι ότι καταργείται η άμεση εκλογή του Πρύτανη, αλλά η αναπάντητη απορία  «μα τι κερδίζεις επί τέλους αναδεικνύοντας με διαφορετικό τρόπο τον Πρύτανη;». Κατασκευάζεις ένα νέο σύστημα, πραγματοποιώντας «τομές» εκεί που δεν χρειάζεται και σπας αυγά, χωρίς να φτιάχνεις ομελέτα. Το σύστημα –ως υφιστάμενη πραγματικότητα- θα εμφανίζει πάντοτε μια δύναμη αδράνειας και είναι πιθανόν ότι οι Πρυτάνεις αντέδρασαν λίγο παραπάνω στο νομοσχέδιο, επειδή αλλάζει τον τρόπο ανάδειξής τους. Παρά ταύτα, επιμένω ότι το σημείο αιχμής της αντίδρασης πρέπει να είναι άλλο: το κείμενο των προτάσεων ΔΕΝ επεμβαίνει στα κρίσιμα ζητήματα. Ας πούμε ότι το νομοσχέδιο δεν προέβλεπε αλλαγή στον τρόπο ανάδειξης του Πρύτανη. τί θα άλλαζε σε αυτό;



Ερ. Ολοκληρώνοντας και τη δεύτερη μεγάλη ενότητα για τα ζητήματα του προσωπικού του Πανεπιστημίου, θα θέλαμε τη γνώμη σας για τις αλλαγές στις διαδικασίες επιλογής, προαγωγής και αξιολόγησης διδασκόντων. Πώς υποδέχεστε τις προτάσεις για τη συγκρότηση εκλεκτορικών σωμάτων διεθνούς σύνθεσης και τη δημοσίευση καταλόγων εξωτερικών κριτών;

Απ. Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι: Μιλάμε για τη Νομική; Μιλάμε για τις μεγάλες Σχολές; Ή μιλάμε για τα Πανεπιστήμια γενικά; Εγώ θα προτιμούσα να ξεκινήσουμε από τη λέξη «διεθνοποίηση» και μάλιστα θα σας ξεκινούσα την απάντηση με ένα ιστορικό παράδειγμα. Παλιότερα, όλα τα πρακτικά της εκλογής μελών ΔΕΠ στη Νομική, μαζί με τις συζητήσεις και τις αξιολογήσεις των υποψηφίων, δημοσιεύονταν στο ΦΕΚ. Εάν ανατρέξετε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, τις οποίες τις έχουμε μυθοποιήσει ως τις περιόδους των σπουδαίων πανεπιστημιακών με το αδιαμφισβήτητο κύρος, οι οποίοι δημιούργησαν μια χώρα καλύτερη από τη σημερινή, τότε θα ανιχνεύσετε τα ίδια ακριβώς προβλήματα καλογερικών παθών και στείρων αντιπαραθέσεων. Αυτά τα πράγματα υπήρχαν και τότε και θα υπάρχουν για πάντα στο Πανεπιστήμιο. Όταν εισήλθα εγώ στη Νομική Σχολή ευτυχώς τα πάθη στον Τομέα μου ήταν σε ύφεση. Παρ’ όλα αυτά τα πάθη θα υπάρχουν πάντα, έστω κι αν ενίοτε τελούν σε ύφεση και ενίοτε σε έξαρση. Η διαφορά είναι πως, όταν τελούν σε έξαρση, μπορεί να συμβούν και στραβά πράγματα στους υποψηφίους, κάτι που όμως δεν αλλάζει. Το ίδιο πρόβλημα προσπάθησε να χτυπήσει και  ο νόμος Γιαννάκου, προβλέποντας ότι τα μισά μέλη του εκλεκτορικού σώματος θα προέρχονταν από τη Σχολή που προκηρύσσει τη θέση, ενώ τα άλλα μισά θα προέρχονταν από άλλες Σχολές. Η άποψή μου είναι ότι δεν έγινε ούτε καλύτερη ούτε πιο αδιάφθορη η κρίση με το νόμο Γιαννάκου. Ούτε το νέο διεθνοποιημένο σώμα εκλεκτόρων αναμένω ότι θα αλλάξει τα πράγματα ακόμη και εάν καταφέρει να λειτουργήσει.

Ερ. Αλήθεια, θα έρχεται κανένας καθηγητής του εξωτερικού στην Ελλάδα, για να κρίνει; Το ρωτάω αυτό, διότι διατυπώνεται και η κριτική ότι, όσοι διδάσκοντες του εσωτερικού διενεργούσαν μέχρι τώρα τις κρίσεις (π.χ. στη Μυτιλήνη), δεν αποζημιώνονταν από το Υπουργείο για τα έξοδά διαμονής τους ούτε για τα έξοδα μεταφοράς τους.

Απ. Μα και ποιος θα τους επιλέξει; Και έστω ότι αποφασίζουν να έρθουν. Σε τι θα βελτιώσουν την κατάσταση; Ή μήπως πιστεύετε ότι ο εξωτερικός κριτής θα είναι απαραίτητα πιο αντικειμενικός; Δεν θα έχει και αυτός κάποιες φιλικές σχέσεις με τα μέλη του Πανεπιστημίου που θα μετέχουν στην εκλεκτορική σύνθεση; Όμως, πιστέψτε με, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό το ζήτημα, ούτε έχει κάποιο νόημα να αλλάξουμε το σύστημα για να τιμωρήσουμε έναν φερόμενο νεποτισμό στην Ιατρική, για την οποία όλοι μας ακούμε και διαβάζουμε ιστορίες. Απεναντίας, άποψή μου είναι ότι πρέπει να αγωνιστούμε για να χτυπήσουμε κάτι άλλο. Σας υπενθυμίζω ότι στα επαρχιακά Πανεπιστήμια έχουμε ακούσει κατά καιρούς φοβερές ιστορίες οικογενειοκρατίας: ανακαλύπτουμε περιπτώσεις, στις οποίες 6 μέλη της ίδιας οικογένειας είναι και μέλη στο ίδιο Τμήμα ή στον ίδιο Τομέα. Βλέπετε, το μεγάλο μειονέκτημα στην Ελλάδα συνίσταται στο ότι παρουσιάζει Σχολές και Τμήματα, όχι απλώς δύο ταχυτήτων, αλλά δύο κόσμων. Είχαμε, δηλαδή, στην αρχή το Πολυτεχνείο, τη Νομική, την Ιατρική, τη Φιλοσοφική, τα Παιδαγωγικά, τη Φιλολογία και το κλασικό Φυσικό και Μαθηματικό Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Ιωαννίνων και Ηρακλείου και μέσα σε ελάχιστα χρόνια (λιγότερα από 25) πολλαπλασιάστηκαν οι Σχολές και τα Τμήματα σ’ όλη την Επικράτεια, δίχως να καταλάβει κανείς πως συνέβη αυτή η αναπαραγωγή. Σε αυτές τις Σχολές, όμως, δημιουργούνται κατά βάση τέτοια προβλήματα και ειλικρινά αυτή θα ήταν μια ερώτηση που θα ήθελα να απευθύνω στην κυρία Διαμαντοπούλου: Σε ένα Πανεπιστημιακό Τμήμα στη Βέροια –τυχαίο παράδειγμα- το πρόβλημα της πιθανής μεροληψίας ή της κακής ποιότητας ορισμένων εκ των επιλεγομένων θα το λύσει ο διεθνής κριτής; Ποιος θα ‘ρθει;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου