Σελίδες

26 Μαρτίου 2010

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Χριστόπουλο (Μέρος 2ο)

Των Ηλία Τριανταφυλλάκη και Παναγιώτη Τσιάλα

Ακολουθεί το δεύτερο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου κ. Δημήτρη Χριστόπουλο.

Ερ. Εκτιμάτε ότι θα υπάρξουν κίνδυνοι επίτασης των συγκρούσεων εντός της κοινωνίας, εξ αιτίας των ρυθμίσεων του νέου νόμου; Ενθαρρύνουν την έλευση περισσότερων μεταναστών;

Απ
. Απαντώ και στα δύο ερωτήματα κατηγορηματικά αρνητικά. Από την άλλη, γενικά και αφηρημένα ασφαλώς και υπάρχει πρόβλημα ενσωμάτωσης. Ωστόσο, το πρόβλημα της ενσωμάτωσης δεν αφορά μόνο τους μετανάστες αλλά και ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού, και σχετίζεται όχι μόνο με ζητήματα καταγωγής αλλά κατεξοχήν με κριτήρια ταξικά. Η ένταξη των μεταναστών είναι πρωτίστως μια ταξική προοπτική αναδιανομής και ενσωμάτωσης και κατόπιν ό, τι άλλο. Θέλω να πω ότι συνήθως κοιτάμε την ενσωμάτωση ως ένα ζήτημα που αφορά τους μετανάστες αποκλειστικά και ξεχνάμε ότι στην κοινωνία που ζούμε ένα μεγάλο κομμάτι αποκλείεται για λόγους που δεν σχετίζονται καθόλου με την καταγωγή του αλλά με τη θέση τους στην παραγωγή. Τώρα στο ερώτημα, αν ο νόμος εντείνει διαδικασίες αποκλεισμού, η απάντησή μου επαναλαμβάνω πως είναι αρνητική. Το νομοσχέδιο αντιθέτως εντείνει διαδικασίες ένταξης, στο βαθμό που η πολιτογράφηση και η κτήση της ιθαγένειας είναι ένα από τα πολλά μέσα, τα οποία ένα κράτος διαθέτει, προκειμένου να εντάξει τον μεταναστευτικό πληθυσμό. Φυσικά, ούτε το μόνο είναι, ούτε φάρμακο για όλα είναι, ούτε πανάκεια. Αντιθέτως, το να αφήσεις ένα μείζον τμήμα του πληθυσμού σε μια χώρα έξω από οποιαδήποτε προοπτική ή προσδοκία συμμετοχής στην κοινότητα, αυτό για μένα είναι επιπλέον κίνητρο αποκλεισμού και κοινωνικών συγκρούσεων. Όταν αυτός που διστάζει ή αντιτίθεται στην προοπτική ανοίγματος της ιθαγένειας μου λέει «προσέξτε την κοινωνική συνοχή», του απαντώ: «αυτό κάνουμε»!

Ερ
. Κατά την άποψή σας, πρέπει να κινηθούμε προς την διασφάλιση της πολυπολιτισμικότητας ή να επιδιώξουμε την αφομοίωση;

Απ. Εγώ δεν μίλησα ούτε για αφομοίωση, ούτε για πολυπολιτισμικότητα. Μιλώ για τη συμπερίληψη ανθρώπων σε μια κοινότητα μέσω της αναγνώρισης ένθεν και ένθεν (εννοώ εκ μέρους της κοινότητας και του κράτους) του τι αναγνωρίζεται ως συστατικός κανόνας μιας ανθρώπινης συλλογικότητας και τι όχι. Αυτό το ερώτημα πάντως είναι μεν εξαιρετικά κρίσιμο, πλην όμως δεν αφορά την κτήση της ιθαγένειας από τον πληθυσμό αυτό. Εν πάση περιπτώσει, εγώ θα σας έλεγα ότι μακροπρόθεσμα η κτήση της ιθαγένειας από μεγάλο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού τείνει μακροπρόθεσμα περισσότερο προς την κατεύθυνση της αφομοίωσης, χωρίς αυτό να αποκλείει νησίδες - μικρές ή μεγάλες - ανθρώπων που διατηρούν τα πρότερα χαρακτηριστικά τους. Το γεγονός ότι ο αλλοδαπός γίνεται Έλληνας, το γεγονός ότι τα παιδιά του θα πάνε στο ελληνικό σχολείο, κλπ. κλπ. όλα αυτά λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αφομοίωσης. Πάντως, γενικώς θα έλεγα ότι πρέπει μάλλον να ξανασκεφτούμε με τρόπο αναστοχαστικό το κριτήριο των «πολιτισμικών διαφορών»: άκουγα τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ να λέει στη Βουλή ότι είναι βέβαιος ότι οι περισσότεροι δεν θα θέλανε η κόρη τους να παντρευτεί πακιστανό και εγώ σκεφτόμουν ότι η δικιά μου η κόρη δεν θα ήθελα να παντρευτεί οπαδό του κόμματός του. Άρα, οι υπαρκτές πολιτισμικές ή άλλες διαφορές που μας χωρίζουν δεν αφορούν μόνο την καταγωγή μας αλλά και άλλα στοιχεία. Όταν η Ένωσή μας έκανε στην Παλιά Βουλή την εκδήλωση για την ιθαγένεια και καμία τριανταριά άτομα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την σταματήσουν είχε μόλις μιλήσει ο Σουδανός Αχμέτ Μοαβία, συντονιστής του Φόρουμ Μεταναστών. Να είστε σίγουροι ότι οι περισσότεροι έλληνες εκεί μέσα ένιωθαν πολιτισμικά πιο κοντά στον Μοαβία παρά στους συμπολίτες μας της Χρυσής Αυγής ή άλλων ακροδεξιών οργανώσεων που βρέθηκαν στην Παλιά Βουλή για να εμποδίσουν τη διεξαγωγή της συζήτησης.

Ερ
. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε πώς δικαιολογείται την συμπερίληψη στο νόμο προϋποθέσεων, όπως είναι η γνώση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κάτι που το έχουν βέβαια όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη;

Απ. Κατ' αρχήν δεν το έχουν όλα. Η αλήθεια είναι πως το έχουν τα περισσότερα, πάντως. Το έχω ξαναπεί: στα ζητήματα της ιθαγένειας - και όχι μόνο - «ο διάβολος είναι στη λεπτομέρεια». Αν μεθαύριο βάλουν ένα τεστ ενσωμάτωσης, το οποίο θα ρωτάει τους ανθρώπους -λόγου χάρη - πόσοι ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου ή ζητάει από τους ανθρώπους να απαριθμήσουν τα τροπάρια της Μαγδαληνής, τότε οι περισσότεροι θα την πατήσουν. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το κατώφλι της ιθαγένειας δεν είναι δεδομένο και τα τεστ το κάνουν ακόμη λιγότερο προβλέψιμο. Κατά την άποψή μου, η εισαγωγή ρήτρας γνώσης της ελληνικής ιστορίας και δη της σύγχρονης είναι εξόχως προβληματική. Επίσης, εξόχως προβληματικές μέσα στο νομοσχέδιο είναι όλες εκείνες οι εξαντλητικές αναφορές που κάνει στις ουσιαστικές προϋποθέσεις της πολιτογράφησης και σε όλα εκείνα τα «ενδεικτικά κριτήρια», τα οποία πρέπει να πληροί κανείς προκειμένου να πολιτογραφηθεί. Όπως ξέρετε σαν φοιτητές νομικής, οι νόμοι πρέπει να είναι απρόσωποι και γενικοί και δεν είναι δυνατόν να εξειδικεύουν ή να «φωτογραφίζουν». Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, εγκύκλιοι, υπουργικές αποφάσεις μπορούν να προχωρήσουν λιγότερο επώδυνα σε τέτοιες εξειδικεύσεις. Με αυτήν την έννοια, αυτές οι διατάξεις που αφορούν τις προϋποθέσεις της πολιτογράφησης ανοίγουν την πόρτα σε κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο και πολιτειακά προβληματικό. Εννοώ ότι, πέρα από τη συζήτηση για ιστορικές γνώσεις ή για γλωσσομάθεια, μπορούμε να φτάσουμε σε ένα σημείο να σκεφτούμε ότι ο αιτών την πολιτογράφηση μπορεί να διέρχεται ένα τεστ ενδόμυχων αξιών προκειμένου να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Να ελέγχει δηλαδή το κράτος αν είναι ειλικρινής όταν λέει ότι συμμερίζεται τις αξίες της πολιτικής κοινότητας. Αυτό δυστυχώς έχει ξεκινήσει στην Ολλανδία και σε μερικά κρατίδια στη Γερμανία με προφανή στόχευση τους μουσουλμάνους μετανάστες. Το τι πραγματικά κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος, το λεγόμενο forum internum, δεν αφορά κανέναν, ούτε το κράτος μπορεί να αξιώνει να το ψάξει. Με μια κουβέντα, ένα φιλελεύθερο κράτος που αξιώνει από τους υποψήφιους πολίτες του να είναι ειλικρινά φιλελεύθεροι, παύει αυτομάτως να είναι φιλελεύθερο.


Ερ
. Πώς διευκολύνεται η ζωή ενός μετανάστη χάρη στα νέα μέτρα; Πρακτικά, τι ακριβώς του προσφέρει η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας;

Απ. Η ζωή ενός μετανάστη αφηρημένα, με την κτήση της ιθαγένειας διευκολύνεται κατά το ότι μια σειρά από διαδικασίες τις οποίες πρέπει να υποστεί, όντας αλλοδαπός, μπαίνουν στο χρονοντούλαπο. Το να είσαι αλλοδαπός σε μια επικράτεια, όπως η ελληνική, από μόνο του είναι ένα άχθος, ένα βάρος που κοστίζει. Κοστίζει σε τρέξιμο, κοστίζει σε ώρα, κοστίζει σε λεφτά, κοστίζει σε άγχος, κοστίζει σε φόβο, κοστίζει στην οικογένεια και στα παιδιά. Για εκείνους, λοιπόν, που μπορούν να διαβούν το κατώφλι της αλλοδαπότητας και να μπουν στην πολιτική κοινότητα το νομοσχέδιο είναι μεγάλη υπόθεση. Για τους άλλους - και είναι πολλοί αυτοί - το νομοσχέδιο αυτό δεν λέει κάτι. Συνεπώς, έπονται (και εμείς αναμένουμε) και άλλα βήματα που πρέπει να γίνουν για τους ανθρώπους, που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουνε να αποκτήσουνε την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Με δυο λόγια, αν με αυτό το νομοσχέδιο γίνεται η μετάβαση από το καθεστώς των αποφάσεων στο σύστημα κανόνων, που έλεγα και στην αρχή, ένα αντίστοιχο σύστημα κανόνων πιο ρεαλιστικό και δίκαιο αναμένουμε και για τους ανθρώπους που δεν θα διαβούν το κατώφλι της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη, δηλαδή για τους ανθρώπους που παραμένουν μετανάστες και για τους οποίους το νομοσχέδιο προφανώς δεν κάνει τίποτα. Ας μου επιτραπεί επί του προκείμενου μια παρατήρηση: όσο καλύτερο και εύρυθμο για τη ζωή ενός ξένου είναι το μεταναστευτικό καθεστώς - όσο λιγότερο αδικία λαμβάνει και όση περισσότερη ασφάλεια απολαμβάνει ένας μετανάστης - τόσο περισσότερο αποφορτίζεται η ανάγκη κτήσης της ιθαγένειας. Γιατί ένας άνθρωπος ο οποίος μπορεί να ζήσει κανονικά τη ζωή του όντας αλλοδαπός σε μια επικράτεια έχει ένα κίνητρο λιγότερο να στραφεί προς την ιθαγένεια για να διασφαλίσει την πολυπόθητη κανονικότητα. Άρα, η ανάγκη τακτοποίησης και αναρρύθμισης του μεταναστευτικού καθεστώτος στην Ελλάδα σήμερα είναι πολλαπλώς επιβεβλημένη, προκειμένου η ελληνική ιθαγένεια να μην είναι το μοναδικό αποκούμπι για μια κανονική ζωή στην επικράτεια.

Ερ
. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει πίσω της μια ζωή που ξεπερνάει το μισό αιώνα και μάλιστα με ιδιαίτερα αξιόλογη δραστηριότητα. Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το άμεσο μέλλον; Ποια τα ανοιχτά μέτωπα;

Απ. Είναι πολλά τα ανοιχτά μέτωπα. Άλλωστε, το μέτωπο των ατομικών δικαιωμάτων είναι εξ ορισμού ανοιχτό και πολυσήμαντο. Δεν κλείνει ποτέ, ακόμα και με την ιδεατά πιο φιλελεύθερη κυβέρνηση. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα, ως κρίσιμο μέτωπο θα εντόπιζα την ανάδειξη ενός λόγου λαϊκιστικού, ξενοφοβικού, ρατσιστικού, ο οποίος διαχέεται και πλασάρεται πλέον με επίσημο τρόπο μέσα στην ελληνική κοινωνία με πολλούς κινδύνους σε ό, τι αφορά τα δικαιώματα αλλά και την πεμπτουσία του πολιτεύματος. Εγώ αυτό θα έλεγα ότι είναι ένα κρίσιμο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων. Ρατσισμός, ακροδεξιός λόγος, λαϊκίστική, αγοραία εκδοχή του πατριωτικού χώρου και όλα αυτά που αντικρίζουμε και εκτείνονται από το χώρο του ίντερνετ μέχρι και την συγκεκριμένη κοινοβουλευτική τους έκφανση. Από εκεί και πέρα, όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά. Η Ένωση ασχολείται με ολόκληρη την βεντάλια των ατομικών δικαιωμάτων: από τα δομικά ζητήματα που άπτονται της κοινωνικής σφαίρας, όπως το σωφρονιστικό που διάγει ακόμη τον δικό του μεσαίωνα, ως τα πιο «μικρά» και ασήμαντα τα οποία όμως επηρεάζουν δραστικά τις ζωές των ανθρώπων. Αν συμβουλευτείτε το συλλογικό επετειακό τόμο της Ένωσης, Τα δικαιώματα στην Ελλάδα από το τέλος του εμφυλίου στο τέλος της μεταπολίτευσης (Καστανιώτης, 2004) θα πάρετε μια σαφή εικόνα της θεματογραφίας: από τις απειλές που δημιουργούν στα δικαιώματα οι νέες τεχνολογίες ως την αντίρρηση συνείδησης και το σύμφωνο συμβίωσης. Από τις παραδοσιακές παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας που επιμένουν λόγω των σχέσεων κράτους και εκκλησίας ως τις νεόφερτες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες... Ο κατάλογος είναι μακρύς και δυστυχώς η οικονομική κρίση κάθε άλλο παρά τον περιορίζει.

Ερ
. Ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου συμβάλατε καθοριστικά στην προώθηση του νέου αυτού μέτρου. Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση το προώθησε και το υπερασπίστηκε εξ ίσου θερμά;

Απ. Προφανώς υπήρξε ένα επικοινωνιακό έλλειμμα στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση επιχείρησε (ή δεν επιχείρησε) να κοινωνικοποιήσει αυτήν την πρωτοβουλία. Πείστηκα πάντως πως αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή: να κρατήσουν πολύ χαμηλά τους τόνους, προκειμένου να μην συμβάλουν σε περαιτέρω όξυνση. Εξάλλου, αυτό το είπε και την ημέρα που ψηφίστηκε ο νόμος ο Υπουργός Εσωτερικών. Δεύτερον και βασικό, είναι ότι -όπως είδατε- ένα βασικό τμήμα του κυβερνώντος κόμματος δεν ήταν διόλου πεισμένο ότι αυτή ήταν μια ορθή και επιβεβλημένη ρύθμιση. Μάλιστα, η πεποίθηση μέσα στην κυβέρνηση ότι αυτή η ρύθμιση ήρθε αναπάντεχα γρήγορα, βεβιασμένα και χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο φαίνεται πως δεν ήταν και πολύ μειοψηφική. Μέσα σε ένα περιβάλλον, λοιπόν, όπου ακόμα και ο πολιτικός εαυτός της κυβέρνησης δείχνει να αμφιταλαντεύεται σε ό, τι αφορά την ορθότητα της επιλογής αυτής, ίσως τελικά - μολονότι και εμένα με είχε πραγματικά ενοχλήσει αυτός ο δισταγμός και η κλειστοφοβία που έδειξε η κυβέρνηση σε ό, τι αφορά το νομοσχέδιο -να υπηρέτησε ένα καλό σκοπό. Πάντως, τίποτε δεν είναι αυτονόητο, ούτε κερδισμένο, ούτε δεδομένο. Για το λόγο αυτό, ο χώρος των δικαιωμάτων πρέπει να επαγρυπνά.

24 Μαρτίου 2010

Συνένετευξη με τον Δημήτρη Χριστόπουλο (Μέρος 1ο)

Των Ηλία Τριανταφυλλάκη και Παναγιώτη Τσιάλα

Στα 41 του μετράει ήδη πάνω από δέκα συνεισφορές σε ερευνητικά πονήματα με αντικείμενο τη μετανάστευση, τις μειονοτικές ομάδες και την ετερότητα, ενώ καταγράφει στο ενεργητικό του μια σειρά δημοσιεύσεων σε έγκυρα ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Όμως, το μεγάλο πάθος του, και ας μην το παραδέχεται ο Δ. Χριστόπουλος, είναι η ανάληψη καθημερινών στρατηγικών δράσεων για την επίτευξη ουσιαστικών αλλαγών στο χώρο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η μέχρι τώρα ιστορική του διαδρομή το αποδεικνύει περίτρανα: απεσταλμένος του ΟΑΣΕ ως εκλογικός επόπτης σε χώρες της Κεντρικής και Βαλκανικής Ευρώπης και κατόπιν διευθυντής του Γραφείου του ΟΑΣΕ στη Βοσνία Ερζεγοβίνη για ένα χρόνο, στη συνέχεια υπεύθυνος σχεδιασμού του Προγράμματος θεσμικής συγκρότησης «Ευνομία» του Συνηγόρου του Πολίτη, ενεργό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων και πρόεδρος της υπερδραστήριας Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο κος Χριστόπουλος υπηρέτησε και υπηρετεί πιστά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ευρισκόμενος πάντα στην πρώτη γραμμή.

Η πρόθυμη αποδοχή της πρόσκλησης που του απηύθυνε ο νεογέννητος όμιλός μας, για την παραχώρηση μιας συνέντευξης με αντικείμενο το νέο νόμο για την ιθαγένεια, αποτελεί για εμάς μεγάλη τιμή και τον ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό. Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στα γραφεία της Ένωσης, το ηλιόλουστο απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, σε μια εξαιρετικά ζωηρή ατμόσφαιρα και τη δημοσιεύουμε σε δύο μέρη:

Ερ. Ως πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αν τρία με τέσσερα χρόνια πίσω βρισκόταν κάποιος και σας έλεγε ότι η Ελλάδα το έτος 2010 θα υιοθετούσε το δίκαιο του εδάφους και θα χορηγούσε πολιτικά δικαιώματα σε αλλοδαπούς, πώς θα αντιδρούσατε;

Απ . Εγώ διάβαζα ένα άρθρο που είχα γράψει το 2007 στο «Βήμα Ιδεών» (http://www.vimaideon.gr/Article.aspx?d=20070803&nid=5415386) και μπορώ να σας πω ότι πάνω-κάτω θεωρούσα τότε ως εύλογα αιτήματα αυτά που ικανοποιήθηκαν τώρα. Θεωρούσα ότι ήταν ένας μέσος όρος ρεαλιστικών διεκδικήσεων. Εγώ γενικώς είμαι της λογικής -υπαρξιακά το πιστεύω- πως διεκδικείς μόνο ό, τι μπορείς να πάρεις. Δεν ζητάς ποτέ πράγματα που δεν μπορούν να γίνουνε. Όταν ζητάς κάτι, είναι αυτό που μέσα σου πιστεύεις ότι έχει πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα. Το πίστευα - το πιστέψαμε αυτό ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου - και νομίζω δικαιωθήκαμε. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να ευχαριστήσω το Νίκο Αλιβιζάτο που δε δίσταξε να «πάρει πάνω του» το ζήτημα απέναντι σε ανοίκειες επιθέσεις από τα ακροδεξιά, αλλά και τους Μιχάλη Τσαπόγα, Γρηγόρη Τσιούκα και Λάμπρο Μπαλτσιώτη με τους οποίους δουλέψαμε εκτεταμένα το σχέδιο νόμου της Ένωσής μας για ένα νέο Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας το 2008. Την αυτονόητη οφειλή μου τέλος, σε όλο το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης, τόσο στην παρούσα όσο και την προηγούμενη σύνθεσή τους. Η Ένωση, σε αυτή τη συγκυρία, έδειξε πόσα πολλά μπορεί να αποδώσει ένας κριτικός, μαχητικός και τεκμηριωμένος λόγος για την ιδιότητα του πολίτη σε μια χώρα στην οποία ποτέ μέχρι πρότερα δε μιλούσαμε για την ιθαγένειά μας.

Ερ. Κάνοντας μια αποτίμηση του νέου νόμου περί ιθαγένειας, σε ποιο σημείο του θα εντοπίζaτε τη σπουδαιότερη τομή και πού ανιχνεύετε το σημαντικότερο έλλειμμα;

Απ . Η σημαντικότερη τομή του νόμου είναι ότι στη θέση ενός καθεστώτος αποφάσεων εισάγει ένα σύστημα κανόνων. Μέχρι πρότινος, ένα μεγάλο κομμάτι του δικαίου της ιθαγένειας δεν ήταν καν δίκαιο. Δεν υπήρχαν κανόνες. Ό, τι θέλαν κάνανε! Διαβάστε τον τελευταίο λόγο του Υπουργού Εσωτερικών πριν την ψήφιση του νόμου. Το ομολογεί. Αυτό λοιπόν καταργείται. Εισάγονται κανόνες με τους οποίους μπορεί να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε, αλλά είναι κανόνες. Λένε τι πρέπει να γίνεται, ώστε ο καθένας να ξέρει ότι αν πράξει με συγκεκριμένο τρόπο θα υποστεί ορισμένες συνέπειες και αν πράξει αλλιώς θα υποστεί άλλες συνέπειες, πάντως και στις δύο περιπτώσεις προβλέψιμες συνέπειες. Λοιπόν, το κρίσιμο είναι ότι μπαίνουν κανόνες: ασφάλεια δικαίου. Καταργείται δηλαδή η διάταξη που θέτει τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας έξω από προθεσμίες και η διάταξη για το αναιτιολόγητο της πολιτογράφησης. Αυτό είναι το κρίσιμο νομικά και αξιακά. Στην πράξη, το πιο κρίσιμο με θετικό πρόσημο για μένα είναι η κτήση της ιθαγένειας με δήλωση από τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα και πηγαίνουν σχολείο, μολονότι η διάταξη θα μπορούσε και έπρεπε να περιλαμβάνει και άλλα παιδιά. Από την άλλη μεριά, το κρίσιμο με αρνητικό πρόσημο είναι ότι οι κανόνες που τίθενται για την πολιτογράφηση είναι εξαιρετικά αυστηροί και θα κάνουν την πολιτογράφηση μια διαδικασία διοικητικού Γολγοθά για τους ανθρώπους.

Ερ. Πώς εξηγείτε την αρνητική στάση της μείζονος αντιπολίτευσης στο νομοσχέδιο και σε τι πιστεύετε ότι απέβλεπε η κυβέρνηση με την τροποποίηση του αρχικού νομοσχεδίου προς το συντηρητικότερο;

Απ . Λοιπόν στην αρχή η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετώπισε το νομοσχέδιο με ένα αμήχανο σοκ. Αν φέρετε στο νου σας τις πρώτες δηλώσεις Σαμαρά στη βουλή, θα διαπιστώσετε ότι ήταν προσεγμένες. Στη συνέχεια, η Νέα Δημοκρατία πέρασε σε μια αντιπολιτευτική ρητορική που προσπαθούσε να μοιάσει στην αντίστοιχη του ΛΑΟΣ. Στο τέλος μάλιστα, την ημέρα που συζητιόταν το νομοσχέδιο στη Βουλή, δεν ήξερες ποιος μιλούσε και σε ποιο κόμμα ανήκε, στο ΛΑΟΣ ή στη ΝΔ. Οι μεν του ΛΑΟΣ (κάποιοι τουλάχιστον) προσπαθούσαν να αποβάλουν τη στάμπα του ακροδεξιού ενώ κάποιοι αγορητές της ΝΔ ανέλαβαν να χαϊδέψουν με ακραίες κορώνες τα υπερσυντηρητικά πολιτικά αντανακλαστικά του δικού του εκλογικού ακροατηρίου που γλυκοκοιτάζει στα δεξιά του. Βγάλτε τα ονόματα από αυτούς που μιλάνε και θα δείτε ότι υπάρχει μια πλειοδοσία εθνικιστικού λόγου. Η ΝΔ πάει να το παίξει στο ακροδεξιό, στην εθνικιστική ρητορεία και το ΛΑΟΣ πάει να το φέρει προς τη λογική «του νοικοκυραίου». Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι η κυβέρνηση την πραγματική της βούληση την έδειξε με το σχέδιο και όχι με το κείμενο της «νομοθετικής πρωτοβουλίας» που αναρτήθηκε παραμονές Χριστουγέννων. Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε αρχικά για να δούνε τις αντιδράσεις και στη συνέχεια η πραγματική κυβερνητική βούληση φαίνεται και (δεν μπορεί να μην) είναι αυτό που βλέπουμε στον τελικό νόμο: αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ, αυτά και τα όριά του. Εξ άλλου, τις όποιες προσδοκίες για διαφορετικές διατάξεις για ένα περισσότερο φιλελεύθερο εκτόπισμα τις δημιούργησε η ίδια η κυβέρνηση. Ακούω από τα αριστερά, ότι «ο νόμος δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες μας». Αλήθεια, ποια αριστερή πρόταση δημιούργησε αυτές τις προσδοκίες; Υπήρχε τέτοια και δεν την ξέρω; H μόνη πρόταση κοινοβουλευτικού κόμματος που υπήρξε ήταν η «νομοθετική πρωτοβουλία» των Χριστουγέννων. Αυτή ξεκίνησε την κουβέντα, αυτή εξέθρεψε τις προσδοκίες και τις αντιδράσεις.

Ερ. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε ή - πολύ περισσότερο - θα έπρεπε ο νέος νόμος να τεθεί στην κρίση του λαού με δημοψήφισμα, δεδομένης και της τοποθέτησης του Συνηγόρου του Πολίτη ότι η ιθαγένεια δεν αποτελεί ατομικό δικαίωμα;

Απ . Το γεγονός ότι ένα κόμμα υλοποιεί τις προγραμματικές του εξαγγελίες δεν μπορεί να αποτελεί λόγο διεξαγωγής δημοψηφίσματος επειδή το ΛΑΟΣ διαφωνεί. Ευτυχώς το ελληνικό Σύνταγμα δίνει εχέγγυα, προκειμένου τέτοια ζητήματα να τα λύνει κάθε φορά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Και η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι αυτή. Αντιθέτως είναι ακύρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κάθε φορά που υπάρχει ένα θέμα στο οποίο με εργαλειακό τρόπο φαίνεται να ποντάρει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης προκειμένου να αυξήσει την απήχησή του, να έχουμε δημοψήφισμα. Εγώ, με την έννοια αυτή, σας εκφράζω γενικά την επιφύλαξή μου απέναντι στα δημοψηφίσματα για τέτοιου είδους ζητήματα και ειδικότερα δε σε αυτό. Δεν το κάνω επειδή το ζήτημα άπτεται του χώρου των δικαιωμάτων, το κάνω για λόγους αρχής. Ένα δημοψήφισμα από μόνο του αναπαράγει μια αρχαϊκή αντίληψη για τη δημοκρατία. Πώς εξοστρακίζανε στην αρχαία Ελλάδα; Με δημοψήφισμα! Στην Ελβετία που διατηρούν ακόμα μια τέτοια αντίληψη για την δημοκρατία θέτουν σε δημοψήφισμα ακόμα και τις πολιτογραφήσεις. Προσωπικά εκφράζω την επιφύλαξή μου σε ένα δημοψήφισμα για το ποιος θα είναι μέλος της πολιτικής κοινότητας και γενικώς εκφράζω την επιφύλαξή μου στην εργαλειακή χρήση της επίκλησης δημοψηφίσματος από όλους και προς όλους. Αυτό είναι τώρα το πρόβλημά με την αριστερά: κάθε λίγο και λιγάκι ζητάει δημοψήφισμα και τώρα που το ζητάνε οι άλλοι, λέει ότι «η ιθαγένεια είναι ατομικό δικαίωμα και μάλιστα υπό διαμόρφωση». Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι υπεκφυγή. Αφήσαμε την ακροδεξιά να καπηλεύεται έννοιες όπως η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία και εμείς απαντάμε με το «ατομικό δικαίωμα υπό διαμόρφωση». Στον πραγματικά ιδεολογικό λόγο της ακροδεξιάς - γιατί αυτό πρέπει να της αναγνωρίσουμε - καλούμαστε και εμείς να απαντήσουμε ιδεολογικά. Η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η στεγνή εργαλειοποίηση εννοιών που διεγείρουν το θυμικό και το πάθος του κόσμου δίνει πόντους στους αντιπάλους. Η δημοκρατία αξιώνει τη συμπερίληψη των ανθρώπων που υπάγονται στους νόμους στο πολιτικό σώμα. Δεν είναι δημοκρατία κάποιοι να αποφασίζουν και κάποιοι να υπόκεινται στις αποφάσεις τους, χωρίς να είναι σε θέση να τις επηρεάσουν. Αυτή είναι η απάντηση στο «δημοκρατικό» επιχείρημα προσφυγής στις κάλπες: πραγματική δημοκρατία, ισότητα και ελευθερία, για όλους όσους έχουν μεταφέρει το κέντρο των βιοτικών τους σχέσεων στην Ελλάδα.

Ερ. Τελικά ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά μηνύματα που εκπέμπει αυτή η τρίμηνη πολιτική αντιπαράθεση; Θα μιλούσατε για μια επικράτηση των οπαδών της συντήρησης ή για υπερίσχυση των δυνάμεων της προόδου;

Απ . Εγώ θα έλεγα ότι πρόκειται για μια νίκη της δημοκρατίας, όσο και αν φαίνεται λίγο μπανάλ η έκφραση αυτή. Όπως είπα και πριν, πιστεύω ότι το θέμα της ιθαγένειας είναι βαθιά θέμα δημοκρατίας, υπό την έννοια ότι δημοκρατία είναι εκείνο το καθεστώς στο οποίο αποφασίζουν οι άνθρωποι που υπόκεινται στους νόμους. Από το 1789 αυτός είναι ο αγώνας. Με την έννοια τούτη, τα τελευταία 20 χρόνια έχει σωρευτεί στην Ελλάδα ένα μείζον δημοκρατικό έλλειμμα, κατά το ότι οι άνθρωποι, οι οποίοι υπόκεινται στους νόμους δεν μπορούν με κανένα τρόπο να τους συν-διαμορφώσουν. Περισσότερο από συζήτηση που μπαίνει στα νερά των ατομικών δικαιωμάτων, το θέμα που συζητάμε είναι βαθύτατα ζήτημα δημοκρατίας. Είναι ζήτημα λαϊκής κυριαρχίας: το σε ποιους ανήκει η πολιτική κοινότητα. Για μένα, πολιτική κοινότητα είναι αυτοί, οι οποίοι αποφασίζουν για τους νόμους που τους αφορούν. Συνεπώς είναι μια νίκη της δημοκρατίας και με αυτήν την έννοια είναι μια ήττα μιας αντίληψης που βλέπει τη δημοκρατία ως το ελιτίστικο δικαίωμα κάποιων να είναι «μέσα στα πράγματα» και κάποιων άλλων που ζουν μαζί τους να είναι δια βίου απ' έξω. Άρα, μολονότι η ακροδεξιά βρήκε σε αυτό το τρίμηνο εύφορο χώρο, προκειμένου να την ακούσει κόσμος και να ενισχύσει το εκλογικό της και ιδεολογικό της ακροατήριο, αυτό το έκανε δια μιας ήττας. Έχασε.

11 Μαρτίου 2010

Απεμπολώντας την πολυτέλεια της σιωπής

Του Λεωνίδα Καραδήμου

Λένε πως αποπροσωποποιώντας γεγονότα και καταστάσεις, λογιζόμενός τα επαγωγικά και εξάγοντας αφηρημένα συμπεράσματα μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις της ζωής με περισσότερη σοφία. Επ'αυτού δεν είμαι βέβαιος -σε κάθε περίπτωση, εκείνο που αποκτά κανείς είναι περισσότερη ψυχραιμία.

Ψυχραιμία απαραίτητη σε μια χώρα με πράγματι δυσλειτουργικούς θεσμούς και γενικευμένη ασυδοσία. Η οποία, σε συνδυασμό με την επικράτηση της αμετροεπούς ηθικολογίας, της γενικευμένης μικροαστικής καχυποψίας, της λαγνείας της κλειδαρότρυπας (ειδικά σε καιρούς κρίσης) θέτει σε κίνηση την ούτως ή άλλως παντοδύναμη σαρκοβόρο μηχανή της δαιμονοποίησης.

Ναι, ειδικά σε καιρούς κρίσης. Ακόμη και άνθρωποι σοβαροί, αξιόπιστοι, με ηθικές αντιστάσεις και κρίση είναι πλέον εύκολο να σοκαριστούν, να αποδομήσουν και να αναθεματίσουν -εντέλει να ποδηγετηθούν στο ανάθεμα- από ένα υπονοούμενο, μια φήμη, ένα δημοσίευμα.

Και μάλιστα εύκολα διαπιστώνει κανείς πως είναι ευάλωτοι ακόμη και όσον αφορά πρόσωπα που γνωρίζουν -δεν τολμώ να διανοηθώ το πώς αξιολογεί η πλειοψηφία ημών άγνωστα δημόσια πρόσωπα...

Προφανώς και ουδείς είναι σε θέση να υποκαταστήσει τα εκάστοτε αρμόδια διοκητικά ή δικαστικά όργανα και να αθωώσει κάποιον. Πολύ περισσότερο αδιανόητο εντούτοις ήταν και εξακολουθεί να είναι το να τα υποκαθιστά και να καταδικάζει. Στη βάση του -ανθρώπινου μεν, απάνθρωπα γενικευόμενου δέ- ''ακούγεται'', ''γράφτηκε'', κατηγορίες απαγγέλθηκαν''.

Το τεκμήριο της αθωότητας, για οποιονδήποτε υπεύθυνο άνθρωπο, οφείλει πιστεύω να μην περιορίζεται στη δικανική του έννοια. Αλλά να έχει και αντίκρισμα κοινωνικό: δεν είναι αποδιοπομπαίος τράγος οποιοσδήποτε εγκαλείται για κάτι, όσο κι αν αυτό ενδεχομένως βολεύει (είτε για την επικράτηση σε πάσης φύσεως αντιζηλίες, είτε για την απομυθοποίηση προσώπων που σαφώς ικανοποιεί μια ζωώδη, αρχέγονη επιθετική ενόρμηση).

Σε διαφορετική περίπτωση, μιλάμε για ένα δηλητήριο άκρως εθιστικό, για έναν κατήφορο δίχως τέρμα που μοιραία οδηγεί σε αποθέωση των δαιμονοποιών, μυθοποίηση των χλευαζόντων, μηδενιστικό παχυδερμισμό. Κάθε άλλο παρά τυχαίες μπορούν να θεωρούνται οι μαζικές προτιμήσεις του κοινού στη σάτιρα, τη σαπουνόπερα, την κρυφή κάμερα, το κουτσομπολιό (και τα έντυπα και ηλεκτρονικά τους αντίστοιχα είδη).


Δε μου αρέσει η ηθικολογία, ούτε και φέρνω στο τραπέζι οτιδήποτε το καινούργιο. Προφανώς επαναλαμβάνω απλώς πράγματα αυτονόητα, που όμως η πρακτική εμπειρία δείχνει πως είναι καλό να (ξανα)λέγονται. Γιατί ειδικά σε περιόδους συλλογικής δυσφορίας, όλο και πιο πολύ τείνουμε να μετατρεπόμαστε από κοινό/κοινωνία σε όχλο.

Το ευκολότερο μοιάζει όντως να κουνάμε επικριτικά το δάχτυλο. Κάθε φορά που επιλέγουμε να το πράξουμε, ωστόσο, είναι καλό να το συνειδητοποιούμε και να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Ή, τουλάχιστον, να είμαστε βέβαιοι πως όντως το επιλέγουμε και δεν το υπέδειξε ο οποιοσδήποτε μαέστρος (συνεπικουρούμενος ενδεχομένως από καλοθελητές), απλώνοντας πρώτα το δηλητήριο περισσότερο ή λιγότερο μεθοδικά και διοχετεύοντάς το, περισσότερο ή λιγότερο έντεχνα, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους πως το κίτρινο είναι μπανάλ και το ροζ ντεμοντέ -αλλιώς θα βρεθούμε σύντομα σε περιστάσεις που απαιτούν το μαύρο...

Σε τελική ανάλυση, ακόμη και αυτή η ''μόδα'' στο χέρι μας είναι. Ας την αφήσουμε στο ράφι.

10 Μαρτίου 2010

Αυτονοήτως χρεοκοπήσαμε

Του Δώρου Γεωργίου

Τι θα έπρεπε να προκαλεί περισσότερη έκπληξη; Το γεγονός ότι το 65% θεωρεί άδικα τα μέτρα που συναποτελούν το ελληνικό «austerity plan» ή ότι το 33% τα θεωρεί δίκαια; Εύλογη η απορία, δύσκολη όμως η απάντηση. Ίσως όχι τόσο δύσκολη αν σκεφτεί κανείς το μένος πολλών Ελλήνων εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων. Ο μέσος Έλληνας θεωρεί ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος είναι άχρηστος, τεμπέλης, αντιπαραγωγικός και διεφθαρμένος.

Μια τέτοια αλληλουχία γενικεύσεων μας έχει οδηγήσει στο θέριεμα του λαϊκίστικου πολιτικού λόγου. Ο δημόσιος υπάλληλος βολεμένος, ο αγρότης κάφρος, ο μετανάστης εγκληματίας, ο βουλευτής λαμόγιο, και δεν έχει τέλος αυτός ο κατάλογος. Μια κοινωνία που δείχνει να χάνει τον συνεκτικό της ιστό και να κατακερματίζεται σε πλήθος αλληλοσπαραζόμενων ομάδων στα πλαίσια της διεκδίκησης μεγαλύτερου κομματιού από την μειούμενη πίτα. Όχι λοιπόν δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση που ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεωρεί δίκαια αυτά τα εξ ορισμού άδικα μέτρα.

Η κατάσταση θυμίζει τη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Είναι γνωστό άλλωστε το παρακάτω ποίημα: «Όταν ήρθαν να πιάσουν τους Εβραίους, σκέφτηκα: εγώ δεν είμαι Εβραίος και δεν μίλησα. Όταν ήρθαν να πιάσουν τους κομμουνιστές, σκέφτηκα: εγώ δεν είμαι κομμουνιστής και δεν μίλησα. Όταν ήρθαν να πιάσουν τους σοσιαλιστές, σκέφτηκα: εγώ δεν είμαι σοσιαλιστής, και δεν μίλησα. Και όταν ήρθαν να πιάσουν Εμένα, δεν υπήρχε πλέον κανείς να μιλήσει». Φοβάμαι μήπως εκεί καταντήσει αυτό το 33% που τώρα αδιαφορεί για την τύχη των δημοσίων υπαλλήλων, που ναι είναι πολλοί και ναι πολλοί είναι και τεμπέληδες. Αυτό το 33% που δεν ακούει ότι οι Βρυξέλλες πιέζουν τα μέτρα να εφαρμοστούν και στον ιδιωτικό τομέα. Ίσως αυτό το 33% να πείστηκε ότι πρέπει να πιάσουμε πάτο, να γίνουμε Βουλγαρία για να αναπτυχθούμε ξανά, σαν το φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του.

Πόσες φορές όμως να πίασουμε πάτο; Πόσες φορές είπαμε ότι εδώ είναι το τέλος του κατήγορου αλλά διαψευστήκαμε γιατί πήγαινε κι άλλο κάτω; Τις ίδιες μέρες που 1000000 άνθρωποι έμαθαν ότι θα υποστούν σοβαρότατη μείωση των εισοδημάτων τους, στα περίπτερα κυκλοφόρησε μια τσόντα με πρωταγωνίστρια την Τζούλια Αλεξανδράτου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η Τζούλια πρωταγωνιστεί σε τσόντα, αλλά το ότι εδώ και 4 χρόνια η Τζούλια, δηλαδή μια πορνοστάρ, πρωταγωνιστεί στη δημόσια ζωή της χώρας μας. Εδώ και 4 χρόνια υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάθε μεσημέρι κάθονται μπροστά από τις τηλεοράσεις τους και περιμένουν να μάθουν τα τελευταία νέα της Τζούλιας και της κάθε Τζούλιας. Αυτό είναι το πρόβλημα Και μάλλον είναι οι ίδιοι άνθρωποι των οποίων την αντίδραση περιμένουμε και δε βλέπουμε. Κι ούτε θα τη δούμε, γιατί η αποβλάκωση μάλλον έχει φτάσει πλέον βαθιά στα σωθικά της κοινωνίας μας, τόσο βαθιά που 200.000 άνθρωποι έχουν ήδη αγοράσει αυτή την τσόντα. Βέβαια υπάρχει και ένα θετικό: η τσόντα αυτή τώρα εξάγεται σε άλλες χώρες, τονώνουμε την οικονομία μας, παράγουμε επιτέλους, ξεφεύγουμε από το απηρχαιωμένο παραγωγικό μοντέλο που μας έφερε στο χείλος της καταστροφής.

Δεν τελειώνουν εδώ τα πρωτόφαντα της προηγούμενης εβδομάδας. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, ο Χρήστος Παπουτσής, λίντσαρε (αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας) στο κοινοβούλιο τον υφυπουργό της δικής του κυβέρνησης. Πώς τόλμησε; Αυτό αναρωτήθηκαν όλοι οι επιφανείς δημοσιογράφοι της χώρας μας, όλοι αυτοί οι άμεμπτοι λειτουργοί του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Πώς είναι δυνατόν η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος να μην είναι πια πειθήνιο όργανο του πρωθυπουργού; Διασαλεύονται τα ιερά και όσια του πολιτικού μας συστήματος, αυτού του ίδιου συστήματος που μας έχει φέρει εδώ που μας έχει φέρει και τώρα μας ζητάει να πληρώσουμε. Πώς τόλμησε; Πώς τόλμησε να μη φιμωθεί από μόνος του και τώρα θα πρέπει να τον φιμώσουμε εμείς οι ίδιοι.

Τα επιχειρήματα της προπαγάνδας δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική, γι' αυτό άλλωστε είναι και προπαγάνδα. Ο λαός, λένε, εξέλεξε το ΠΑΣΟΚ συνολικά και όχι μόνο τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο λαός, στην πραγματικότητα, εξέλεξε τους 300 βουλευτές του κοινοβουλίου στους οποίους και έδωσε ελεύθερη εντολή. Οι 300 αυτοί βουλευτές έχουν απόλυτη ελευθερία γνώμης και, κυρίως, ψήφου. Αυτά όλα είναι βασικές διατάξεις του Συντάγματος, τις οποίες οι προπαγανδιστές φαίνεται να αγνοούν. Αυτό που είναι προβληματικό είναι όταν οι βουλευτές της συμπολίτευσης είναι απλοί χειροκροτητές της κυβέρνησης, αφήνοντας την κυβέρνηση στην ουσία ανεξέλεγκτη και καθιστώντας την παντοδύναμη. Ευτυχώς που υπάρχουν και βουλευτές όπως ο Παπουτσής που υπενθυμίζουν στην κυβέρνηση ότι ο μόνος λόγος που είναι κυβέρνηση είναι επειδή πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, δηλαδή από τους ίδιους.

Έχουμε φτάσει πλέον να πρέπει να ορίσουμε τα αυτονόητα. Δεν είναι πια αυτονόητο ότι ένας βουλευτής μπορεί να ασκεί, έστω σκληρή, κριτική προς μέλη της κυβέρνησης. Δεν είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί μια ατάλαντη πορνοστάρ να μονοπωλεί επί χρόνια το δημόσιο ενδιαφέρον. Δεν είναι αυτονόητο ότι τα μέτρα της 3ης Μάρτη είναι άδικα. Τι είναι άραγε αυτονόητο; Ίσως ότι χρεοκοπήσαμε, αν όχι οικονομικώς, σίγουρα πνευματικώς και πολιτικώς. Ή ότι αυτονοήτως χρεοκοπήσαμε. Το περίεργο θα ήταν να μην είχαμε χρεοκοπήσει!

9 Μαρτίου 2010

Γράμμα στους φιλελεύθερους φίλους...


Του Λεωνίδα Καραδήμου

Είμαι ο πρώτος που θα συμφωνήσει ότι η κυριότερη των αιτιών που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στον όλεθρο είναι το γιγαντιαίο, ρουσφετολογικό και δυσλειτουργικό ελληνικό δημόσιο. Βάζω επίσης το χέρι μου στη φωτιά για το ότι, με τον τρόπο που λειτουργούσε όλα τούτα τα χρόνια, η ελληνική οικονομία αποστρεφόταν την καινοτομία, πάγωνε την πρωτοβουλία, έπνιγε τον υγιή ανταγωνισμό και τιμωρούσε το κέρδος. Είμαι ακόμη ο τελευταίος που θα αναμασήσει τα περί εχόντων και κατεχόντων (στη θέση των οποίων άλλωστε ενδεχομένως να βρισκόμουν ήδη στη Μεγαλόνησο, το Πριγκιπάτο ή το Μεγάλο Δουκάτο) και με το Κεφάλαιο του Μαρξ ανά χείρας θα βγω έξω από τη Βουλή να κραυγάσω ''I still hate Thatcher'' (ή μήπως Merkel;).

Ακόμη και να συμφωνούσα σε όλα, η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν έβρισκα τις πορείες μιαν αναποτελεσματική και παρωχημένη μορφή αντίθεσης στις αποφάσεις του κράτους, μιαν ακραία έκφραση βεβιασμένου και μαζικοποιημένου φιλελευθερισμού δηλαδή.
(Κι αφού οι αριστεροί φίλοι έβγαλαν σπυράκια κι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν ήδη το κείμενο, ας απευθυνθώ στο target group καθ'αυτό)

Κανείς δεν αμφιβάλλει, εντούτοις, ότι η συγκυρία κάθε άλλο παρά την εμμονή στις αγκυλώσεις του καθενός απαιτεί. Δε χρειάζεται να στραφεί κάποιος στους θεωρητικούς της μετανεωτερικότητας και του τέλους των ιδεολογιών για επιχειρήματα, καθώς το πειστικότερο απ'όλα είναι η ίδια η απτή πραγματικότητα, που απαιτεί συναίνεση ακόμη και σε νεοκεϋνσιανές πολιτικές.

Φυσικά και προσωπικά τάσσομαι κριτικά και όχι καθολικάυπέρ των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων, τα οποία θεωρώ αναγκαία μολονότι ανεπαρκή (και με πολλά ελαττώματα, όπως και με πολλά σημεία που θίγουν και εμένα τον ίδιο), δεδομένης όμως της ανακοίνωσής τους urbi et orbi συνιστώ ψυχραιμία και επισημαίνω πως είναι απλώς άσκοπες -αν όχι εθνικά επιζήμιες- οι πιέσεις για ακόμη περισσότερα στην παρούσα συγκυρία.

Τώρα που επιτέλους αποφασίστηκαν από την κυβέρνηση και έγιναν αποδεκτά από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, στοίχημα αποτελεί πρωτίστως η εφαρμογή τους (implimentation) και δευτερευόντως η κατά το μάλλον δυνατόν αποδοχή τους από τη διεθνή αγορά. Η οποία θα θεωρήσει -εάν θεωρήσει- την Ελλάδα αξιόπιστη ως επενδυτικό προορισμό κυρίως βάσει της συνέπειας μεταξύ λόγων και έργων και σε καμιά περίπτωση βάσει των ταλαντεύσεών της.


Επιπλέον, προσωπικώς θεωρώ στη δεδομένη συγκυρία χρήσιμη την εφαρμογή (και) νεοκεϋνσιανών αναπτυξιακών μέτρων και ρυθμίσεων. Είναι γεγονός πως από πολλούς θεωρούνται ανορθόδοξα και μακροπρόθεσμα τείνουν να αποβαίνουν βλαπτικά. Λυπάμαι, αλλά είναι επίσης γεγονός πως μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί. Και πως δε χρειάζονται τώρα επιδείξεις πυγμής αιτία μεταχρονολογημένης δικαίωσης κατ'έικόνα του ΚΚΕ, ούτε εύκολα αναθέματα στην κακή σοσιαλδημοκρατία.

Εκείνο που χρειάζεται, αντίθετα, είναι το να δοθεί έμφαση στο πώς -διότι (και) τέτοιες νεοκεϋνσιανές συνταγές η έχουσα τη δεδηλωμένη πλειοψηφία κυβέρνηση (ως verbis σοσιαλιστική) είναι βέβαιον ότι θα εφαρμόσει. Στην αξιολόγηση δηλαδή καθεμιάς από τις θεσμικές αποφάσεις καθ'εαυτές, αλλά και της εφαρμογής τους κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο ορθολογικό, διαφανή και με κριτηρια πέραν των κομματικών.

Δεν μπορείτε να απαιτείτε το τέλειο, ιδίως τη στιγμή που η παράταξη την οποίαν οι περισσότεροι εξ υμών εξακολουθείτε να στηρίζετε αντί της κατηγορηματικής απόρριψης της εξεταστικής επιτροπής για την οικονομία αντιπρότεινε, ωθούμενη από τις ίδιες ακριβώς μικροκομματικές σκοπιμότητες, τη σύσταση επιτροπής από το 1981 ή έχει ορίσει ως συντονιστή του συνδικαλιστικού της τομέα ένανα άνθρωπο που ακόμη και κατά τα χρόνια της ''ήπιας προσαρμογής'' ωρυόταν σε καθημερινή βάση στα παράθυρα κατά των ''αντιλαϊκών επιθέσεων''...

7 Μαρτίου 2010

Παλινωδίες στο μέτωπο της ιθαγένειας

Του Παναγιώτη Τσιάλα

Την πλέον αναχρονιστική πολιτική απόδοσης ιθαγένειας και συμμετοχής των μεταναστών στο δημόσιο βίο της χώρας διαθέτει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ε.Ε. σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ένταξης Μεταναστών, τον οποίον διαμόρφωσε πριν μερικά χρόνια ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος Φ.Φρατίνι (η Ελλάδα είναι ουραγός μαζί με τις Τσεχία, Πολωνία, Λεττονία). Όχι μόνο δεν διαθέτει η χώρα μας καμία ειδική ρύθμιση για τους μετανάστες της 2ης γενιάς, αλλά και αποφεύγει απροκάλυπτα να μεριμνήσει ουσιωδώς για την απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες 1ης γενιάς και τους πρόσφυγες αδιαφορώντας συγχρόνως και για την χορήγηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους αλλοδαπούς που διαμένουν επί μακρόν στη χώρα μας.

Το ζήτημα ανακινήθηκε τους τελευταίους μήνες με αφορμή το σχέδιο νόμου που έδωσε προς διαβούλευση η κυβέρνηση λίγες ημέρες μετά τα Χριστούγεννα. Μολονότι το νομοσχέδιο διαμορφώνει μία πιο ανθρώπινη κατάσταση για τους μετανάστες σε σχέση με τα σημερινά, εν τούτοις παρουσιάζει ένα σημαντικότατο έλλειμμα ουσιαστικής φροντίδας και μέριμνας προς αυτούς τους ανθρώπους, πόσω μάλλον που υπό την πίεση συντηρητικών κύκλων το αρχικό σχέδιο τροποποιήθηκε επί τα χείρω, με συνέπεια να καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη η κτήση της ελληνικής ιθαγένεια.

Ειδικότερα, αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η τέλεση εγκλημάτων ελάχιστης απαξίας ή και πολιτικού χαρακτήρα, όπως είναι η ψευδής βεβαίωση ή η εξασφάλιση καταλύματος σε μετανάστη που στερείται τίτλο παραμονής, ή η αντίσταση κατά της αρχής αποτελούν απαράγραπτα κωλύματα για την πολιτογράφηση. Ο παραλογισμός του μέτρου γίνεται ευκολότερα κατανοητός αν ακολουθήσουμε την αντίστροφη πορεία. Αρκεί δηλαδή να φανταστούμε πόσο παράλογο θα φαινόταν σε όλους εμάς να χάνει κάποιος Έλληνας την ελληνική ιθαγένεια, επειδή τέλεσε αντίσταση κατά της αρχής ή έδωσε μια ψευδή βεβαίωση!

Εξάλλου, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί θα πρέπει εκείνος που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης να καταβάλει συγχρόνως και το ιλιγγιώδες ποσό των 700 ευρώ (εκτός φυσικά αν είναι κάτοχος ιθαγένειας της Ε.Ε., οπότε πληρώνει μόνο 200 ευρώ!). Σαν να μην έφτανε δηλαδή η δράση κυκλωμάτων επιτηδείων που αρμέγουν καθημερινά τους μετανάστες, έρχεται να προστεθεί σε αυτούς και η ελληνική διοίκηση, η οποία δεν εξετάζει καμία αίτηση για παροχή ιθαγένειας αν δεν εισπράξει προηγουμένως τα 700 ευρώ. Να λοιπόν άλλος ένας καλός τρόπος να ακυρώσεις εν τοις πράγμασι τη δυνατότητα χορήγησης της ιθαγένειας, που δήθεν εξαγγέλλεις. Κλασικά πράγματα: τυρί και φάκα.

Ανάλογα ερωτήματα εγείρει και η εμμονή της κυβέρνησης στη χορήγηση λειψών πολιτικών δικαιωμάτων στους αλλοδαπούς, η οποία προδίδει την αδυναμία της να απεγκλωβιστεί από το εθνικιστικό λογοπλαίσιο της Δεξιάς που κατασκευάζει και στηρίζει θηριώδεις εθνικούς μύθους. Έτσι λοιπόν, ο αλλοδαπός που διαμένει επί σειρά ετών στην Ελλάδα δεν μπορεί να εκλεγεί ποτέ δήμαρχος αλλά το πολύ δημοτικός σύμβουλος! Παραδείγματος χάριν είναι μεν κατάλληλος για δημοτικός σύμβουλος του δήμου Αθηναίων, όχι όμως και για Δήμαρχος του δήμου Οιχαλίας (εκτός φυσικά αν είναι Βούλγαρος ή Ρουμάνος, ήτοι κοινοτικός, οπότε το πράγμα μπορεί να έχει αλλιώς)!

Και θα μπορούσαμε να προσάψουμε πολλά ακόμα στο επίμαχο νομοσχέδιο αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ χώρο, οπότε θα κλείσουμε με τούτο. Διαβάζοντας κανείς τις νέες τροποποιημένες διατάξεις, αισθάνεται έντονα την παρουσία του φαντάσματος του εθνικισμού να περιφέρεται από άρθρο σε άρθρο, ζωντανό και ένυλο. Δεν είναι τόσο η ρητή απαίτηση για γνώση της Ελληνικής γλώσσας, η οποία αναφέρεται ως αναγκαία προϋπόθεση πολιτογράφησης (η απαίτηση αυτή σε ένα λογικό βαθμό μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη). Αυτό που κυρίως ενοχλεί και προβληματίζει είναι ότι απαιτείται ιδιαιτέρως η εξοικείωση με την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ λίγο πιο κάτω διατρανώνεται πως δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας έχει εκείνος ο υποψήφιος, ο οποίος έχει «βασική γνώση της ελληνικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης»! Περιττό να αναφέρουμε ποιος ακραίος πολιτικός χώρος απαίτησε την προσθήκη παρόμοιων προϋποθέσεων, για να λάβει -πάντως- την επίνευση του αρμόδιου Υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Αλίμονο αν ζητούμε τέτοιου είδους πιστοποιητικά ελληνικότητας, για να χορηγήσουμε στοιχειώδη δικαιώματα σε έναν άνθρωπο που έχει μεταφέρει τις βιοτικές του σχέσεις στη χώρα μας. Στόχος δεν πρέπει να είναι η αφομοίωση και απορρόφηση των μεταναστών εν είδει «χώνεψης», αλλά η διευκόλυνση της ομαλής ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία.

Ασφαλώς, δεν έχουμε καμία διάθεση να ασχοληθούμε εδώ με τις καταστροφολογικές προφητείες και τις συνωμοσιολογικές κοινοτοπίες περί αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας, οι οποίες προέρχονται από τον εγχώριο υπερπατριωτισμό του ΛΑΟΣ -κυρίως- αλλά και της ΝΔ. Την επικίνδυνη και ρατσιστική αυτή δουλειά την αφήνουμε πρόθυμα στα φλύαρα ιστολόγια των εξ επαγγέλματος ανησυχούντων περί τα εθνικά και σε ορισμένους μισαλλόδοξους εκκλησιαστικούς κύκλους.

Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο είναι ο πέρα γα πέρα προβληματικός τρόπος οργάνωσης του δημοσίου διαλόγου γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Η κυβέρνηση δεν υπερασπίστηκε ούτε καν τις ορθές πτυχές του δικού της σχεδίου νόμου. Αντί να ενσωματώσει τις πιο προοδευτικές προτάσεις που ακούστηκαν από το χώρο της αριστεράς, προέβη σε μείζονες (σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο) πολιτικές υποχωρήσεις έναντι του ΛΑΟΣ και της ΝΔ, αναζητώντας άνευ λόγου κάποιου είδους συναίνεση προερχόμενη από τις πνευματικές στέπες της (άκρο)Δεξιάς. Λες και υπήρχε ποτέ περίπτωση οι συγκεκριμένοι χώροι να πουν το μεγάλο ΝΑΙ στο νομοσχέδιο επειδή μπήκαν οι τροποποιήσεις! Ως γνωστόν, η πρωταρχική νομιμοφροσύνη προς το έθνος, την οποία πρεσβεύουν αυτοί οι δύο χώροι, δύσκολα συμβιβάζεται με την ηθική των οικουμενικών αξιών, όπως απαιτούν τα δικαιώματα του ανθρώπου και ο σεβασμός της ετερότητας και της διαφοράς. Κι όμως η τελική παλινδρόμηση της κυβέρνησης δικαίωσε τις δεξιές κορώνες, οι οποίες διεκδικούσαν ένα όσο το δυνατόν πιο απάνθρωπο καθεστώς για τους εδώ μετανάστες, προς παραδειγματισμό όλων των εκτός Ελλάδας ξένων, που δήθεν το πήραν ήδη απόφαση και καταφθάνουν στη χώρα μας στιφηδόν και στιχηδόν. Κάποιος θα πρέπει επιτέλους να εξηγήσει στα συντηρητικά κόμματα ότι το να καθιστά κανείς όσους ήδη ζουν εδώ ζωντανά αντικίνητρα ή αναχωματικούς σάκους καθηλώνοντάς τους ες αεί στο κοινωνικό περιθώριο της επισφάλειας είναι η επιτομή της αποκτήνωσης και η πιο μεγάλη υποχώρηση από τη θεμελιώδη δέσμευση της δημοκρατίας μας να σέβεται την αξία του ανθρώπου.

Από εκεί και πέρα, το σχέδιο νόμου περιέχει πράγματι ορισμένες αξιόλογες τομές, που δεν περνούν απαρατήρητες. Οι τέσσερις πιο σημαντικές είναι:

1. Από το δίκαιο του αίματος περνάμε στο δίκαιο του εδάφους, δηλαδή μπορεί κάποιος που γεννήθηκε στην Ελλάδα, να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια χωρίς απαραίτητα να είναι Έλληνας κάποιος απ' τους γονείς του. Έτσι, για πρώτη φορά η ελληνική ιθαγένεια θα σημαίνει προεχόντως κοινότητα τόπου διαβίωσης και όχι κοινότητα αίματος.

2. Πλέον, όταν απορρίπτεται το αίτημα του μετανάστη για πολιτογράφηση, η άρνηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη (στην Ελλάδα τώρα το ανακαλύψαμε!). Μέχρι στιγμής η γραφειοκρατία μπορούσε να λέει σε όλους του αιτούντες όχι, χωρίς να δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις (και χωρίς φυσικά να επιστρέφει τα υπέρογκα παράβολα που μέχρι πρότινος ήταν περίπου διπλάσια).

3. Χορηγείται το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, έστω κουτσουρεμένο.

4. Θεσπίζονται για πρώτη φορά χρονοδιαγράμματα για την απάντηση στις αιτήσεις. Μέχρι πρότινος οι αλλοδαποί έγραφαν τέσσερις και πέντε αιτήσεις πριν λάβουν τελικώς κάποια αναιτιολόγητη απάντηση (συνήθως απορριπτική), αφού δεν υπήρχε επί της ουσίας χρονική δέσμευση της διοίκησης να απαντήσει.

Ακόμα και ως προς αυτά τα στοιχειώδη και πασιφανή προτερήματα του νομοσχεδίου, απουσίασε εντελώς, η όποια κινητικότητα της κυβέρνησης να τα μεταδώσει στον κόσμο. Και ενώ ο χώρος της αριστεράς έδωσε φανερούς αγώνες για την υπεράσπισή τους μέσα από αντιρατσιστικές πορείες διαμαρτυρίας και άλλες εκδηλώσεις συμπαράστασης και ενημέρωσης, από τον κυβερνητικό χώρο δεν υπήρξαν ανάλογες προσπάθειες παρά μόνο ένας πρωτοφανής πασιφισμός και υποχωρητισμός. Δυστυχώς, το κυβερνών κόμμα μάλλον έσπευσε να ικανοποιήσει τις υποβολιμαίες φωνές των «φιλήσυχων πολιτών» του opengov παρά επεδίωξε να πείσει για την ορθότητά των προτεινόμενων μέτρων. Ούτε ένα κυβερνητικό φυλλάδιο με εκλαϊκευμένη ανάλυση του νομοσχεδίου δεν διακινήθηκε. Ούτε μια συζήτηση στην κρατική τηλεόραση δεν οργανώθηκε. Ούτε μια εκδήλωση ή παρέμβαση δεν πραγματοποιήθηκε. Πραγματικά, αξιοπρόσεκτη η τόσο εφεκτική στάση της κυβερνήσεως, ιδίως αν τη συγκρίνει κανείς με την υπερκινητικότητα και τη ζέση που επιδεικνύει όλον αυτό τον καιρό για να πείσει τον κόσμο για την αναγκαιότητα των οικονομικών της μέτρων.

Και κάτι ακόμα. Πριν σπεύσουμε να αναθεματίσουμε το αυριανό θεσμικό καθεστώς καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι «για αυτούς τους ανθρώπους, με το σημερινό καθεστώς, όσα χρόνια κι αν περάσουν δουλεύοντας, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να χάσουν την άδειά τους για τον ένα ή τον άλλο τυπικό λόγο, μεταπίπτοντας στην κατάσταση απόλυτου κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζει ένας αλλοδαπός που μόλις χθες εισήλθε στη χώρα. Ακόμη χειρότερα, τα παιδιά τους μεγαλώνουν με την αγωνία ότι η ενηλικίωσή τους, θα σημάνει ενδεχομένως το πέρασμά τους στην παρανομία. Πολλές χιλιάδες από αυτούς ζουν ανάμεσά μας και εργάζονται κανονικά για δέκα και περισσότερα χρόνια, έχουν κάνει οικογένεια εδώ, έχουν αποκτήσει στέγη και περιουσία, ανταποκρίνονται ως επί το πλείστον με τυπικότητα στις φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις και στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο μαρτυρώντας έτσι το ολοένα και βαθύτερο ρίζωμά τους στην Ελλάδα. Η απουσία ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, μοιραία τους περιχαρακώνει σε άκαμπτες και εν δυνάμει επικίνδυνες αντιδράσεις. Ακόμη χειρότερα, η έλλειψη ελπίδας αφήνει στα παιδιά τους ένα κενό, που είναι θέμα χρόνου πότε θα το γεμίσει η πικρία και η οργή για αυτούς που τους στέρησαν την ελπίδα. Για πόσο άραγε θα στερούμε από τους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να έχουν λόγο στις αποφάσεις που παίρνουμε και τους αφορούν. Για πόσο ακόμη καιρό θα κρατάμε σε απόσταση τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν μέσα στο ελληνικό σχολείο, με μόνες προοπτικές το κοινωνικό περιθώριο ή την επιστροφή σε έναν τόπο που θα τους είναι πια ξένος;» Οι έλληνες εθιστήκαμε να μιλάμε για εργατικά χέρια. Καιρός να θυμηθούμε ότι χέρια από μόνα τους δεν υπάρχουν - τα χέρια συνεπάγονται κεφάλια, οικογένειες, θρησκευτικά πιστεύω, εργατικά και πολιτικά δικαιώματα.

2 Μαρτίου 2010

Ατενίζοντας το μέλλον


Του Δώρου Γεωργίου

Είναι πλέον φανερό ότι η Ελλάδα θα ζήσει το πιο σκληρό κύμα αντιλαϊκών μέτρων της πρόσφατης ιστορίας της. Η δημοσιονομική κρίση αποτελεί απλώς πρόσχημα για να περάσουν μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονταν από καιρό αλλά που δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν λόγω του φόβου των τεράστιων αντιδράσεων. Τώρα όμως οι μηχανισμοί της προπαγάνδας έχουν λειτουργήσει πολύ καλά και έτσι η κυβέρνηση θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί το μούδιασμα του λαού, το φόβο του και τη γενικευμένη του ανασφάλεια για να αναδιανείμει βίαια το εισόδημα εις όφελος των λίγων.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο λαός δεν πρόκειται να αντιδράσει δυναμικά παρόλο που τα μέτρα προοιωνίζονται ιδιαιτέρως επαχθή. Αυτό οφείλεται στη σαρωτική προπαγάνδα των τελευταίων μηνών που έπεισαν τους Έλληνες ότι το κρίσιμο της κατάστασης απαιτεί θυσίες από όλους και μάλιστα από όλους ανεξαιρέτως είτε αυτοί ωφελήθηκαν από την τρελή οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας είτε όχι. Οι Έλληνες πείστηκαν πως η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει αν δεν παρθούν δύσκολες αποφάσεις, από αυτές για τις οποίες συνήθως λέγεται ότι έχουν σημαντικό πολιτικό κόστος.

Η συναίνεση αυτή, που αποσπάστηκε δόλια και ύπουλα, δε θα είναι παρά βραχυπρόθεσμη. Μεσοπρόθεσμα αναμένονται βαθιές αλλαγές στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλαγές που ήδη κυοφορούνται και είναι ορατές για όποιον επιλέγει να παρατηρεί προσεκτικά τις εξελίξεις. Νέες, οριζόντιες, διαχωριστικές γραμμές κάνουν την εμφάνισή τους, διαχωριστικές γραμμές που προϋπήρχαν, δεν είχαν καταφέρει όμως ως τώρα να γίνουν κυρίαρχες.

Δύο είναι οι βασικές αναλύσεις που το τελευταίο τρίμηνο έκαναν την εμφάνισή τους. Η πρώτη συντηρητική αντίληψη ήταν αυτή που υπαγορεύει την άμεση και χωρίς όρους υπακοή της Ελλάδας στα κελεύσματα για σκληρά μέτρα. Φορείς τέτοιων απόψεων βρίσκονται σε όλους τους πολιτικούς χώρους, από το ακροδεξιό ΛΑΟΣ μέχρι και το ΣΥΡΙΖΑ. Γι' αυτούς, το πρόβλημα είναι απλώς δημοσιονομικό και η ευθύνη για ό,τι συνέβη ανήκει αποκλειστικά στις ελληνικές κυβερνήσεις αλλά όχι μόνο σε αυτές. Ανήκει και στον ίδιο το λαό, τον οποίο θεωρούν βολεμένο και επιρρεπή σε συντεχνιακές λογικές και οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Είναι αυτοί που εχθρεύονται σχεδόν πάντοτε τους κοινωνικούς αγώνες και αποκαλούν συλλήβδην κάθε φιλολαϊκή πολιτική θέση λαϊκίστικη. Γι' αυτό και η άποψη αυτή θεωρεί δίκαιο να τιμωρηθεί ο λαός για αυτό του το παράπτωμα.

Η άλλη άποψη, η οποία πρόσκαιρα φάνηκε να υιοθετείται και από την ίδια την κυβέρνηση, σε μια μετριοπαθή της εκδοχή προφανώς, εντοπίζει τη ρίζα του προβλήματος στις δομικές δυσλειτουργίες τόσο της Ελλάδας όσο και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την άποψη αυτή, η λύση δεν πρέπει να είναι άμεσα και σκληρά μέτρα, αλλά βαθιές μεταρρυθμίσεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό όσο και στο σύστημα της ΟΝΕ. Υπήρξαν διάφορες και αντιφατικές εκδοχές αυτής της άποψης, όπως το δεξιάς προέλευσης λαϊκίστικο αντιγερμανικό μένος των τελευταίων ημερών, τα σενάρια συνωμοσίας αλλά και η κριτική στην έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης και η συνειδητοποίηση της ανάγκης για βάθεμα της ενοποίησης.

Είναι λογικό να προβλέψει κανείς, ότι μόλις ξεπεραστεί το αρχικό μούδιασμα και μόλις τα μέτρα αυτά γίνουν αισθητά στις τσέπες των πολιτών, οι τελευταίοι θα αναζητήσουν απαντήσεις και κυρίως ερμηνευτικά σχήματα για τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Θα θελήσουν να εξηγήσουν πώς μια νέα κυβέρνηση που κατηγορούσε την προηγούμενη για τις αντιλαϊκές της θέσεις έφτασε να υλοποιήσει πολιτικές πολύ πιο συντηρητικές και αντιλαϊκές. Θα αναρωτηθούν αν οι θυσίες που έκαναν έπιασαν τόπο ή αν υπήρχε και άλλη, ηπιότερη και αποτελεσματικότερη διέξοδος. Θα προβληματιστούν για το αν η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ είναι επωφελής γι' αυτούς ή επιζήμια.


Το σίγουρο είναι πως όταν υπάρχουν ερωτήσεις, υπάρχουν και απαντήσεις. Και τότε θα είναι πολλοί αυτοί που θα σπεύσουν να δώσουν απαντήσεις. Και τότε είναι που το σύστημα θα νιώσει κραδασμούς, πιθανόν πολύ ισχυρούς. Τότε θα υπάρξουν πραγματικά πολύ σφοδρές κοινωνικές αντιδράσεις και βαθιές ρήξεις. Ίσως τότε να βιώσουμε μια αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, βασισμένη στις παραπάνω διαιρέσεις αλλά και σε άλλες που ακόμα δεν έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Μια τέτοια ανησυχία εξέφρασε και ο Αλέξης Παπαχελάς στις 28/02 στην Καθημερινή προειδοποιώντας πως είναι πιθανή μια μελλοντική συμπόρευση του «παλαιού» ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά. Ούτε είναι τυχαίες οι εξελίξεις στην Νέα Δημοκρατία μετά την άνοδο του Αντώνη Σαμαρά στην προεδρία του κόμματος.

Δεν είναι όμως μόνο το ελληνικό σύστημα που θα κληθεί να δώσει απαντήσεις. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη. Είναι αναμφίβολο ότι αργά ή γρήγορα οι ηγετικές ελίτ των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών θα συνειδητοποιήσουν ότι το σύστημα όπως λειτουργεί ως σήμερα δημιουργεί ανισορροπίες εις βάρος των περιφερειακών και πιο αδύναμων οικονομιών. Κυρίως όμως θα συνειδητοποιήσουν ότι οι οικονομίες των κρατών - μελών είναι πια τόσο αλληλεξαρτημένες που το πρόβλημα μιας χώρας δεν είναι αποκλειστικά δικό της αλλά όλων.

Είναι όμως και η αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος προβληματική, κάτι που όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται. Ο δεξιός πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζί είπε πως δεν είναι δυνατόν η οικονομική πολιτική μιας χώρας να υπαγορεύεται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Το ίδιο ισχύει και για τη διεθνή αγορά ασφαλίστρων ομολόγων ή για τα swaps, λέξεις και όροι μέχρι σήμερα άγνωστοι, που όμως αποκαλύπτουν πόσο επικίνδυνη είναι η αυτονόμηση της αγοράς από την κοινωνία και την πολιτική. Είναι βέβαιο πως μεσοπρόθεσμα θα επανεξεταστεί η σχέση αγοράς και κοινωνίας.

Επιστρέφοντας στα καθ' ημάς, πρέπει να επενδύσουμε σ' αυτή την ξαφνική έκρηξη παραγωγής πολιτικής, σε αυτή την επαναφορά της διαπάλης των ιδεών στο επίκεντρο του πολιτικού παιχνιδιού. Πρέπει να επενδύσουμε σε αυτόν τον ισχυρό κλονισμό των βεβαιοτήτων και να αλλάξουμε τα πάντα, σε βάθος, χωρίς οίκτο για το παρελθόν. Η κρίση αυτή, τόσο η διεθνής όσο και η πιο πρόσφατη ελληνική, θα αποτελέσουν την ταφόπλακα του κόσμου όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα. Και αυτό δεν είναι κακό. Μπορεί να είναι και καλό.