Σελίδες

31 Δεκεμβρίου 2009

Εκτελούνται...έργα !


Για τις επόμενες 2-3 ημέρες το blog του ΦΟΠΠ θα βρίσκεται υπό κατασκευή για να μπορέσει να ανταποκριθεί ακόμα καλύτερα στις απαιτήσεις της αμφίδρομης επικοινωνίας με τους αναγνώστες του...

Ευχαριστούμε για την υπομονή σας.

28 Δεκεμβρίου 2009

Τι είναι άραγε η πατρίδα μας;

Του Γιώργου Νικολού


Το θέμα που προέκυψε πρόσφατα με τη Θάλεια Δραγώνα -ή ακριβέστερα ανακινήθηκε από το ΛΑΟΣ- είναι ασφαλώς ένα ζήτημα δεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων, μιας πολιτικής, μιας επιστημονικής και μιας προσωπικής, με την έννοια της δίκης προθέσεων. Αποδεικνύει δε για μια ακόμη φορά πως οι διακρίσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή έχουν πάψει προ πολλού να βασίζονται σε κομματικά στεγανά, αλλά είναι εγκάρσιες και διατρέχουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Η ανάλυση, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να κινηθεί σε δύο άξονες: πρώτον, αν οι θέσεις που κατά καιρούς έχει υποστηρίξει η κ. Δραγώνα έχουν επιστημονικά ερείσματα (δεν λέω αν είναι ορθές ή λανθασμένες, γιατί οι έννοιες αυτές δύσκολα επέχουν θέση σε μία ακαδημαϊκή συζήτηση), και δεύτερον και κυριότερο κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αν οποιοσδήποτε φορέας, είτε πρόκειται για ολιγομελείς αυτοσυγκροτούμενες ομάδες διαφωνούντων είτε για κοινοβουλευτικώς εκπροσωπούμενα κόμματα-ακόμα και το πλειοψηφούν κόμμα- έχουν δικαίωμα να ελέγχουν όσους διατυπώνουν αυτές τις απόψεις, ζητώντας την αποπομπή της εν λόγω επιστήμονα παιδαγωγού-και χρησιμοποιώ τον όρο γιατί θεωρώ πως προσιδιάζει άριστα στη δημόσια παρουσία της Θ. Δραγώνα- αλλά και κάθε εκπαιδευτικού που εκφράζει παρόμοιες ή άλλες μη αρεστές σε ορισμένους θέσεις.

Ας δούμε κατ’ αρχάς για ποια «ατοπήματα» κατηγορείται η κ. Δραγώνα. Το προηγούμενο Σάββατο οργανώθηκε από τη Νεολαία του ΛΑΟΣ πορεία, στην οποία μάλιστα παρέστησαν και τέσσερις βουλευτές του εν λόγω κόμματος, κατά της παρουσίας της στο Υπουργείο Παιδείας. Αντιγράφω από τον οικείο διαδικτυακό τόπο και απ’ όσα της προσάπτονται, ότι στο βιβλίο της «Τι είν΄ η Πατρίδα μας;-Εθνοκεντρισμος στην Εκπαίδευση» η Θ. Δραγώνα ισχυρίζεται μεταξύ άλλων τα εξής (δεν εστιάζω για την οικονομία του κειμένου στο γεγονός ότι η επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων από πανεπιστημιακά συγγράμματα, δεδομένου ότι διασπά τη λογική τους αλληλουχία, αν δεν εξυπηρετεί προπαγανδιστικούς ή άλλους σκοπούς, τουλάχιστον συνιστά μέγα επιστημονικό ολίσθημα):

«Η Ελληνική Εθνική Ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή έντονου εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού»: Μα δεν πρόκειται για διόλου καινοφανή αντίληψη. Η όχι και τόσο μακρινή διαμάχη Παπαρρηγόπουλου-Fallmerayer έχει πια λήξει, με τους επιφανέστερους διεθνώς εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας να θεωρούν τη διά μέσου των αιώνων ακατάλυτη συνέχεια του ελληνικού έθνους ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα προς θεωρητική θεμελίωση των εδαφικών διεκδικήσεων που επέτασσε ο ελληνικός-όπως και οι λοιποί βαλκανικοί- μεγαλοϊδεατισμός του πρώτου αιώνα ζωής του κράτους μας και δυστυχώς εξακολουθεί να επιβιώνει δίκην κραυγών ως σήμερα, εκκολάπτοντας το αυγό του φιδιού.

είναι ρατσιστής « όποιος αποσιωπά την σημασία, την τεράστια δύναμη, την έκταση και το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Επίσης, όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στον Νεοελληνικό μας Πολιτισμό (σελ. 81), κι όποιος ισχυρίζεται ότι ο τουρκικός πολιτισμός έχει επιδράσει αρνητικά στους Έλληνες» : Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω ποιος δεν θα αναγνώριζε παραχρήμα σε ολόκληρη την Ευρώπη του 16ου, του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα την πράγματι δυσθεώρητη δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μήπως δεν ήταν αυτή που το 1529 και το 1683 πολιόρκησε δις τη Βιέννη αναζητώντας την εκπόρθηση της Ευρώπης; Ή φανταζόμαστε ότι οι Ευρωπαίοι της εποχής θεωρούσαν αμελητέα ποσότητα μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία ως την Κριμαία και το Βελιγράδι; Και ναι, από το 1683 και τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, οπότε και προέκυψε ιστορικά ο όρος, μπορεί να αποκλήθηκε «Μεγάλος Ασθενής», αλλά κανείς δεν μπορούσε ακριβώς να της αποστερήσει το «Μεγάλος» που είχε κερδηθεί στα πεδία των μαχών. Όσο για τις επιρροές στο επίπεδο του πολιτισμού, είναι εμφανείς από τις ενδυμασίες των πρώτων ετών του ελληνικού κράτους, τις τόσες γεύσεις της μαγειρικής-πολίτικης και μη-, τα ρεμπέτικα της μουσικής, έως ακόμα και τη νοοτροπία του μπαχτσισιού και του θεμελιωμένου στις διάφορες κατά τόπους κοινότητες και υπηρετούμενες από αυτές πελατειακές σχέσεις συστήματος αποκεντρωμένης εξουσίας-όχι προφανώς από συνειδητή επιλογή, αλλά από αδυναμία συγκρότησης μιας ισχυρής και ανεξάρτητης από τοπικά συμφέροντα κεντρικής εξουσίας, παρά τις όποιες προσπάθειες ακολούθησαν.

«…το να μιλάμε για απόλυτη ομοιογένεια του πληθυσμού της Ελλάδος και να αποσιωπούμε την ύπαρξη χιλιάδων Εβραίων στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις επί 450 χρόνια είναι καθαρός ρατσισμός! »: Απορίας άξιον πράγματι, ή και ενδεικτικό της άγνοιάς του, να εκφράζει κανείς θαυμασμό(!) απέναντι στη συγκεκριμένη πολλαχώς ιστορικά τεκμηριωμένη άποψη. Εκτός και εάν αγνοούν ορισμένοι -ίσως και σκόπιμα- ότι η κοινότητα των Σεφαρδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης ήταν μια από τις πιο ευημερούσες της Ευρώπης, έχοντας μάλιστα και καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού κινήματος, μετά την ενσωμάτωση της πόλης στον ελληνικό κορμό το 1913, με κυρίαρχη φυσιογνωμία τον ισπανοεβραϊκής καταγωγής Αβραάμ Μπεναρόγια, που διώχθηκε επανειλημμένα για τις ιδέες και τη δράση του. Ή μήπως πάλι αγνοούν πως η ίδια κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη της πόλης κατά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912; Φοβόμαστε τόσο να πούμε ότι η Θεσσαλονίκη του 1912 δεν ήταν μια αμιγώς ελληνική πόλη; Ότι οι Έλληνες ανέρχονταν μόλις στο 25,3% του πληθυσμού πίσω και απ’ τους Εβραίους (38,9%) και τους Μουσουλμάνους (29,1%) σε μια αρμονική πολυπολιτισμική κοινωνία; Για να μην αναφερθώ στο Κιλκίς, του οποίου ο ελληνικός πληθυσμός το 1912 ανερχόταν στο 2%! Όπως φυσικά υπήρχαν και ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες που έμειναν τελικά εκτός των εδαφικών ορίων του ελληνικού κράτους. «Προβλήματα» που ξεπεράστηκαν προοδευτικά στην ευρύτερη προσπάθεια να «τεντωθεί» το κράτος ώστε να έρθει στα όρια του έθνους ή το κράτος να ομογενοποιηθεί εθνικά, όπως μας δίδασκε η Λένα Διβάνη. Ώρες ώρες τείνω να πιστέψω πως περισσότερο κι από το «συνωστισμό» του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού τους πολέμιούς του ενόχλησε η παρουσίαση τέτοιων στοιχείων που αμφισβητούν κατά τρόπο αδιάψευστο και υπό τη μορφή αντικειμενικών δεδομένων τη συνεκτική πορεία του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες.

Οι τελευταίες εξελίξεις ασφαλώς και δεν είναι άσχετες με την προ διετίας διαμάχη για το επίμαχο διδακτικό εγχειρίδιο. Το κόμμα του ΛΑΟΣ είτε επειδή νιώθει να συμπιέζεται πολιτικά μετά την ανάδειξη του Α. Σαμαρά στη θέση του αρχηγού της ΝΔ είτε διότι ορισμένα στελέχη του όντως αυτοπροσδιορίζονται φαντασιακά ως Σπαρτιάτες φυλάττοντες Θερμοπύλες απέναντι στο φάσμα του «εθνομηδενισμού» και της «παγκοσμιοποίησης» (οι όροι εντός εισαγωγικών γιατί κάποιοι σύμφωνα με τα αξιωματικά τους πιστεύω τους τείνουν να τους αποδίδουν δαιμονολογικές διαστάσεις), είναι σαφές ότι επιδιώκει την επανασυσπείρωση του ετερογενούς εκείνου μετώπου που οδήγησε τελικά με την αντίδρασή του στην απόσυρση του βιβλίου. Πρόκειται για την κλασσική διάσταση μεταξύ εκείνων που αντιλαμβάνονται το σχολείο και το πανεπιστήμιο ως φορείς διάπλασης «εθνικών» ιδανικών και συνειδήσεων, έστω και με την παρασιώπηση επώδυνων ιστορικών αληθειών και, βραχυλογικά, αυτών που υιοθετούν το σολωμικό ορισμό του αληθούς για το εθνικό. Προσωπικά, νομίζω ότι η εκπαίδευσή μας θα πρέπει να επιφυλάσσει για τον εαυτό της τη μείζονα πολιτική σκοπιμότητα, αυτή της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης, η οποία φυσικά δεν μπορεί να είναι προϊόν αθροίσματος βεβαιοτήτων παρά δημιουργικής αμφιβολίας και διερώτησης.

Στο Βήμα Ιδεών του Δεκεμβρίου 2007 υπάρχει ένας εξαιρετικά διαφωτιστικός διάλογος μεταξύ ορισμένων ιδιαίτερα αξιόλογων ιστορικών, στη διάρκεια του οποίου αναπτύσσονται άκρως ενδιαφέρουσες σκέψεις (http://www.vimaideon.gr//Article.aspx?d=20071207&nid=6794601&sn=%CE%9A%CE%A5%CE%A1%CE%99%CE%9F%20%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%A7%CE%9F%CE%A3&spid=1478, ο σχετικός σύνδεσμος), κυρίως αναφορικά με τον τρόπο πρόσληψης της ιστορίας στην Ελλάδα του σήμερα. Η Λένα Διβάνη σημειώνει χαρακτηριστικά, «Άνθρωποι οι οποίοι αντλούν όλες τις πληροφορίες από την τηλεόραση ή από αυτά που θυμούνται πως διδάχτηκαν στο σχολείο αντιπαρατίθενται μαζί μου επί ώρες με μια αυτοπεποίθηση ειδικού που με εκπλήσσει. Αναρωτιέμαι συχνά αν θα το έκανε αυτό κάποιος σε έναν γιατρό ή σε έναν φυσικό, έναν χημικό.»: ακριβώς, η ιστορία στην Ελλάδα και δη η νεότερη, δεν αντιμετωπίζεται ως επιστήμη αλλά ως προϊόν ερεθισμάτων αμφιβόλου αξιοπιστίας, κυρίως δε ως απότοκο μιας αφηρημένης -εξ ου και δύσκολα αντιμετωπίσιμης- συλλογικής μνήμης. Κι αν οι λεγόμενες θετικές επιστήμες δυσχεραίνουν την αναλογία, αναρωτιέμαι ποιος θα διαφωνούσε με τόση αυτοπεποίθηση με έναν θεωρητικό του φυσικού δικαίου ή με έναν μαρξιστή κοινωνιολόγο ή με έναν διεθνολόγο, θιασώτη του δομικού ρεαλισμού, ειδικούς, δηλαδή, άλλων κοινωνικών επιστημών, πολλώ δε μάλλον να οργανώσει μια ολόκληρη πορεία διαμαρτυρίας κατά της τοποθέτησής τους σε οργανική υπουργική θέση! Εξάλλου, η νεότερη ιστορία αποτελεί ως σήμερα συνέχεια και εργαλείο της πολιτικής, γι’ αυτό και δεν εκλαμβάνεται ως αυθύπαρκτο επιστημονικό αντικείμενο, αλλά ως προέκταση του εκάστοτε επίκαιρου πολιτικού διαλόγου, διατηρώντας πάντοτε προνομιακή θέση στην ημερησία διάταξη των συζητήσεων στα καφενεία της περιφέρειας. Συν τοις άλλοις, το ιστορικό μας παρελθόν, σε συνδυασμό με ένα παρόν φαντασιακό υποσυνείδητο, μας επιτρέπουν να επικαλούμαστε ένα πλήθος εχθρών προκειμένου να αυτοπροσδιοριζόμαστε και να δρούμε φοβικά απέναντι σε νέες προσεγγίσεις. Ο Θάνος Βερέμης τονίζει στο πλαίσιο του ίδιου διαλόγου, «Γιατί η ταυτότητά μας κατασκευάζεται μέσα στον κίνδυνο. Οι «μεγάλες» στιγμές της ελληνικής Ιστορίας περιβάλλονται από κίνδυνο. Το ίδιο συμβαίνει μάλλον και με τα άλλα έθνη.». Όταν όμως για να ανακαλέσεις ποιος είσαι υποχρεώνεσαι να θυμηθείς εξωτερικούς εχθρούς, τότε νομοτελειακά θα αναγνωρίσεις πεμπτοφαλαγγίτες στο πρόσωπο της Θ. Δραγώνα και της κάθε κ. Δραγώνα. Η εφεύρεση εχθρών, ενίοτε προαιώνιων, σε περίπτωση που αυτοί απουσιάζουν, είναι προϋπόθεση απαραίτητη για τη συντήρηση και την τροφοδοσία των εθνικών μας μύθων. Αυτά όσον αφορά το ρόλο της ιστορίας και το πραγματικό περιεχόμενο της διαμάχης, που τοποθετήθηκε, όπως ήταν φυσικό, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σύλληψης της ιστορίας ως επιστημονικού αντικειμένου.

Προχωρούμε στη θεσμική-πολιτική διάσταση του ζητήματος. Διαβάζω πάλι στο σχετικό ιστότοπο των νεολαίων του ΛΑΟΣ: «Ο Ελληνικός λαός πριν δύο χρόνια, τόσο με εκφρασμένη άποψη του για το βιβλίο ιστορίας της Ρεπούση (90% αρνητική), όσο και με την ψήφο του, έδειξε πως δεν ανέχεται τις ανθελληνικές μεθοδεύσεις όσων θέλουν να στρέψουν την Παιδεία μας στην λογική του Εθνικού αποχρωματισμού της νέας γενιάς.». Στέκομαι στο ποσοστό που εκφράζει αρνητική άποψη για το εγχειρίδιο -αγνοώ τις συγκεκριμένες μετρήσεις, χωρίς να αμφισβητώ την αξιοπιστία τους και την επίκλησή του ως επιχείρημα. Η δημοκρατία μας ευτυχώς είναι γεμάτη από χιλιάδες μικρές ψηφοφορίες, από ποσοστά και νούμερα, από μειονοψηφίες και πλειονοψηφίες. Και πάλι ευτυχώς, όμως, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενα δημοψηφισματικών διαδικασιών. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ι. Δρόσος αρεσκόταν πέρυσι στη διάρκεια των μαθημάτων στη χρήση μιας παρομοίωσης για να μας δώσει να καταλάβουμε τη δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Έλεγε ότι ένας λαός που αποφασίζει ξαφνικά ότι θέλει ένα νέο θεμελιώδη νόμο βρίσκεται σε θέση παρόμοια με εκείνη που είχε βρεθεί ο Οδυσσέας καθώς άκουγε το τραγούδι των Σειρήνων: μπορεί να ήθελε να υπακούσει στα κελεύσματά τους, αλλά τα δεσμά του, εν προκειμένω το Σύνταγμα, δεν του το επέτρεπαν (η πραγματική λύση στο πρόβλημα θα μπορούσε να ήταν μόνο μια ρηξικέλευθη και εξ ορισμού ριψοκίνδυνη επιλογή, όπως μια επανάσταση, που θα δημιουργούσε εκ των πραγμάτων νέο δίκαιο). Κατά παρόμοιο τρόπο κάποια κεκτημένα και κάποια δικαιώματα δεν μπορούν να τίθενται υπό κρίση απλώς και μόνο διότι η πλειονότητα διαφωνεί με το περιεχόμενό τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτέλεσε και μέγα πισωγύρισμα η απόσυρση του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού, υπό το βάρος των αντιδράσεων -και μάλιστα ενός κοινού ελάχιστα ενημερωμένου- και την κρίση ενός οργάνου κατά νόμο αναρμόδιου, όπως η Ακαδημία Αθηνών. Μέγιστο λάθος ήταν άλλωστε για τον ίδιο ακριβώς λόγο η πρόσφατη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανέγερση μιναρέδων στην Ελβετία -δεν πρόκειται για δικαίωμα διαπραγματεύσιμο, αλλά για αυτονόητη δημοκρατική κατάκτηση. Όπως και στη χώρα μας δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να γίνει δημοψήφισμα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όχι αν το ζητούσαν δύο αλλά δέκα εκατομμύρια Έλληνες. Είναι θετικό, με άλλα λόγια, ότι η δημοκρατία μας δεν είναι ούτε a la carte ούτε δεσμευτική-δημοψηφισματική αλλά αντιπροσωπευτική, με παροχή ελεύθερης εντολής.

Εξάλλου, μοιραία επανερχόμαστε στη συζήτηση περί του επιστημονικού χαρακτήρα της Ιστορίας. Η πλειοψηφία δεν είναι σε θέση και δεν πρέπει να κρίνει επιστημονικές θεωρίες. Άλλωστε, από την ίδια τη φύση τους οι επιστήμες εμπεριέχουν το στοιχείο της ειδίκευσης και της διαφοροποίησης από το πλήθος. Δεν θα μας φαινόταν γελοίο αν το 90% του πληθυσμού τασσόταν κατά της κβαντικής θεωρίας ή της θεωρίας της σχετικότητας; Η ύπουλη θεώρηση της ιστορίας ως μακράς χείρας του πολιτικού φαινομένου κάνει και πάλι την εμφάνισή της. Το αν κάποιοι την προωθούν για ίδια οφέλη και για κολακεία προς το κοινό είναι κάτι που πρέπει να τίθεται στην κρίση όλων.
Έτερο εξαίσιο επιχείρημα που ακούστηκε από ορισμένους «εθνικά υπερευαίσθητους»- προφανώς οι υπόλοιποι εμφανίζουμε μειωμένα εθνικά ανακλαστικά- είναι ότι θεμιτές μεν οι απόψεις της επιστήμονος Θ. Δραγώνα, αλλά απαράδεκτες για δημόσια λειτουργό! Είναι, δηλαδή, διαφορετικό να λαμβάνει θέση σε ένα Υπουργείο από το να τις εκφράζει σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα; Ή μήπως νομίζουν ορισμένοι ότι ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος επηρεάζει κατ’ ανάγκην λιγότερο από έναν κρατικό υπάλληλο; Κι επειδή μ’ αυτή τη σκέψη ίσως κατευθύνω τα μυαλά ορισμένων στο να αρχίσουν να καταφέρονται συστηματικά κατά καθηγητών της τριτοβάθμιας για τις θέσεις τους, προσθέτω τούτο. Η Θάλεια Δραγώνα μεταξύ άλλων επελέγη για το πλούσιο παιδαγωγικό της έργο, όπως επελέγη και γι’ αυτές ακριβώς τις απόψεις της-δεν τοποθετήθηκε Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας παρά τις θέσεις τις αλλά χάριν και σε αυτές.

Κάποιος εύλογα θα αντιτάξει πως κόμματα και διάφορες ομάδες έχουν τόσο δικαίωμα όσο και ρόλο από τη φύση τους να ασκούν πιέσεις προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, τις οποίες τα ίδια αξιολογούν ως πρωταρχικής σημασίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Είναι, όμως, εξίσου δικαίωμα, και πολύ περισσότερο υποχρέωση κάθε δημοκρατικής πολιτείας που σέβεται τη φυσιογνωμία της ως τέτοιας να προασπίζεται όχι μόνο τις επιλογές της απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, αλλά και το δικαίωμα κάθε ακαδημαϊκού να εκφράζεται ελεύθερα και χωρίς να επικρέμαται της κεφαλής του η λαιμητόμος της λογοκρισίας, με όποια μέσα κι αν αυτή επιβάλλεται τελικώς. Στην ερώτηση, συνεπώς, αν το ΛΑΟΣ είχε δικαίωμα να πραγματοποιήσει μια τέτοια διαδήλωση η απάντηση είναι ξεκάθαρα καταφατική. Και η ενέργειά του διαυγώς καταδικαστέα από σύσσωμη τη δημοκρατική πολιτεία και θέλω να πιστεύω από τους πνευματικούς ταγούς του τόπου για λόγους διασφάλισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ένα κόμμα μπορεί να ζητάει την απόλυση μιας κρατικής λειτουργού για τα πιστεύω της. Το ίδιο κόμμα ίσως θα ήθελε μάλιστα αυτά τα πιστεύω να επισύρουν και ποινικές κυρώσεις. Εφόσον κατά την πολιτική του αξιολόγηση αυτά συνιστούν λόγο αποπομπής από το δημόσιο μηχανισμό, γιατί όχι και έγκλημα άξιο ποινικού κολασμού; Κι αν σήμερα είναι αυτές οι απόψεις, αύριο θα μπορούσαν να είναι κάποιες άλλες, μεθαύριο κάποιες άλλες και ούτω καθεξής, στενεύοντας έτσι υπέρμετρα το πεδίο της ελεύθερης κατά τα λοιπά έκφρασής μας. Σε όλα αυτά έχουμε υποχρέωση να πούμε όχι. Και πριν από εμάς η συντεταγμένη πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς.

Αντιγράφω, και πάλι από το site της διαδήλωσης, το κεντρικό της σύνθημα, «ΕΞΩ ΟΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙ ΟΧΙ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ». Ο Νίκος Δήμου είχε γράψει πριν από αρκετά χρόνια πως ένιωθε την μομφή του «ανθέλληνα» ως τιμητικό τίτλο για τις δυσάρεστες αλήθειες που έχει κατά καιρούς πει αντί να κολακεύει και να λαϊκίζει, όπως τόσοι και τόσοι, και ο οποίος κατά τελειωτική εκτίμηση ωφελεί την πατρίδα του περισσότερο από έναν ενθουσιώδη υπέρμαχο. Ακλόνητή μου πεποίθηση είναι πως έτσι ακριβώς θα πρέπει να νιώθει τούτες τις μέρες και η Θάλεια Δραγώνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο για έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στην εκπαίδευση και το έργο του διαπνέεται από έναν βαθύτατο ανθρωπισμό από το να εγκαλείται από τους εχθρούς του ότι προώθησε την πολυπολιτισμική παιδεία. Λες και ο χαρακτηρισμός πολυπολιτισμικός αποτελεί ψόγο και όχι έπαινο τιμής. Λες και η αρχαιοελληνική φιλοσοφία ήταν απλώς μια αιματολογική συγγένεια και όχι ένα σύνολο πανανθρώπινων αξιών και η αξιοποίηση δημιουργικών ερεθισμάτων ανεξαρτήτως προέλευσης. Λες και πρέπει να υμνηθεί μιας ναζιστικής υφής εθνολογική καθαρότητα και όχι η αξιέπαινη αλληλεπίδραση στοιχείων από διαφορετικές πολιτισμικές οντότητες. Λες και η συμβολή στην εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων συνιστά λόγο κατηγορίας και όχι έμπρακτο εναγκαλισμό μιας οικουμενικής αντίληψης για την παιδεία του αύριο. Το ίδιο λασπολογικές, άλλωστε, είναι και οι συκοφαντίες όσον αφορά τις σπουδές της κ. Δραγώνα. Καθότι, βεβαίως, κανείς από όσους την κατηγορούν δεν αναφέρει ότι όταν σπούδαζε ψυχολογία στο Deree δεν υπήρχε σχολή με αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο στην Ελλάδα ούτε εξηγεί πόσο ανεπαρκές ήταν εν τέλει το πρώτο της πτυχίο, ώστε να την οδηγήσει σε μεταπτυχιακές σπουδές σε βρετανικά πανεπιστήμια και στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Για τόσο ανεπαρκείς σπουδές μιλούμε.

Ωστόσο, όσο έωλα φαντάζουν τα παραπάνω επιχειρήματα που επικαλούνται οι «εθνικώς ανησυχούντες», εξίσου προβληματικός μοιάζει συχνά και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζουμε. Κι αυτό διότι οι οπαδοί της πλήρους ελευθεροστομίας υποπίπτουν, κατά κύριο λόγο, σε ένα θεμελιώδες σφάλμα. Τοποθετούν μια ταμπέλα στους πολέμιούς τους, βαφτίζοντας τους μεν «ακροδεξιούς» και «χουντικούς», τους δε «φασίστες της ελεύθερης άποψης, που καπηλεύονται αριστερά ιδεώδη» και έκτοτε θεωρούν το θέμα λήξαν. Η επιλογή αυτή αποτελεί μέγιστο ολίσθημα, καθότι υποκρύπτει ένα αίσθημα διαλογικής και νοητικής ανωτερότητας, η οποία μετά την τοποθέτηση της ταμπέλας θεωρείται ότι δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Τούτο όμως δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με το ολέθριο λάθος εκείνων που, επειδή εξ ορισμού θεωρούν κάποιους «ανθέλληνες» ή «αντικομμουνιστές», αυτοδικαίως κρίνουν ότι δικαιολογούνται απολύτως στο να τους θέτουν στο στόχαστρό τους. Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνεπή και πειστική αποδόμηση της επιχειρηματολογίας τους και την αποκάλυψη των λογικών τους αντιφάσεων και ανακολουθιών. Δεν θα πρέπει οι μεν να θεωρούν εαυτούς ανώτερους και εξ αυτού του λόγου να αρνούνται τη συμμετοχή τους στο διάλογο. Τουλάχιστον όχι προτού φανερώσουν κατά τρόπο άμεσο και επιστημονικό τη σαθρότητα των ιδεοληπτικών κατασκευασμάτων της αντίπαλης πλευράς. Η απόδοση τίτλων δίκην πυροτεχνήματος ως βασικό νόσημα του δημόσιου διαλόγου μας πρέπει πλέον να ξεριζωθεί.

Μέρες τώρα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως η επίθεση κατά της Θάλειας Δραγώνα αποτελεί ένα «μεμονωμένο περιστατικό». Όσο κι αν θα ήθελα να το πιστέψω, ειλικρινά η πραγματικότητα με διαψεύδει αμείλικτα. Δεν πρόκειται παρά για έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των πρόσφατων επιθέσεων κατά ανθρώπων που ασχολούνται συστηματικά με τη μελέτη και τη διδασκαλία της ιστορίας. Πριν από ένα χρόνο βουλευτής του ίδιου κόμματος που σήμερα ζητεί επιτακτικά την αποπομπή της κ. Δραγώνα, επεδίωξε να ελέγξει εκπαιδευτικό σε σχολείο της εκλογικής του περιφέρειας για τον τρόπο που προσέγγισε την ανάπτυξη του φασισμού στην Ευρώπη. Εσχάτως εφημερίδα-όργανο άλλου κοινοβουλευτικού κόμματος στοχοποίησε με καταγγελίες σε φύλλα της εκπαιδευτικούς, προφανώς για λόγους μη εναρμόνισης με την επίσημη ιστορική οπτική του κόμματος. Η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία κυριακάτικη εφημερίδα κατηγόρησε καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου για τα ακαδημαϊκά του πιστεύω, θέτοντας απολογούμενο για το ζήτημα και τον τότε Υπουργό Παιδείας. Κι απέναντι σε όλα αυτά μάταια αναζητείται συγκροτημένη αντίδραση.

Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι τα παραπάνω περιστατικά σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες πρόσφατες επιθέσεις κατά πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και συγγραφέων από γκρουπούσκουλα ενός νεφελώδους πολιτικού χώρου δημιουργούν ένα ζοφερό σκηνικό όχι μόνο για το χώρο της εκπαίδευσης και της διανόησης εν γένει, αλλά και για το πραγματικό περιεχόμενο της έννοιας της ελευθερίας της γνώμης στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανάμεσα στα άλλα, ο Δεκέμβρης μας κληροδότησε την απελευθέρωση δυνάμεων που μικρονοϊκά, ενίοτε και εμπρόθετα, οδηγούν με τη δράση τους σε έναν πραγματικό εκφασισμό της λειτουργίας της εκπαίδευσης. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι μήπως πρέπει οι διάφοροι αυτοί κύκλοι να ομονοήσουν -πράγμα που έχουν ήδη κάνει στις πρακτικές τους- και να εκδώσουν από κοινού ένα νέο index verborum prohibitorum, ώστε να μάθουμε κι εμείς ποια είναι τα ρεαλιστικά όρια της έκφρασης στην Ελλάδα του 2009. Ως εκ τούτου, μικρή σημασία έχουν οι εκάστοτε φορείς της δράσης αυτής- περισσότερο απαιτείται η σύσσωμη και καθολική καταδίκη τους. Και σε αυτή την κατεύθυνση τα «ναι μεν αλλά…» δεν βοηθούν. Ειδάλλως παραγνωρίζουμε σε ποιες άκρως επικίνδυνες ιδέες έχουμε ήδη μισανοίξει την πόρτα μας...

Υγ. 1 Ευχαριστώ το Γιάννη Πήλιουρα για το δημιουργικό διάλογο που είχαμε προ ημερών και που, παρά τη ριζική επί της ουσίας διαφωνία μας, επέτρεψε σε εμένα, όπως και στον ίδιο, να ξεδιπλώσω την επιχειρηματολογία μου, παρέχοντας μου, εξάλλου, και την αφορμή για το παρόν κείμενο.

Υγ. 2 Προσοχή! Δηλώνω κατηγορηματικά πως όλα τα άνωθεν γραφόμενα είναι παντελώς ψευδή και αναξιόπιστα. Δρω ως μίσθαρνο όργανο του Ιδρύματος Σόρος, του Henry Kissinger και λοιπών διάσημων ανθελλήνων, οι οποίοι και μου ζήτησαν, έναντι προφανώς αδράς αμοιβής, τη διατύπωση των παραπάνω ιστορικών ανακριβειών. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη για την αισχρή εθνική μειοδοσία, αλλά γιορτές έχουμε, οι ανάγκες πίεζαν. Ποντάρω στην ειλικρινή κατανόησή σας…

20 Δεκεμβρίου 2009

Η άλλη όχθη


Του Δώρου Γεωργίου

Η σημερινή συνέντευξη του Αλέκου Αλαβάνου στην Ελευθεροτυπία δίνει σίγουρα αφορμές για πολλά σχόλια. Στον Αλαβάνο σε καμία περίπτωση δεν προσιδιάζει η ιδιώτευση, είναι ένα ενεργό πολιτικό ον που ψάχνει και ψάχνεται αδιάκοπα, δεν διστάζει να λέει την άποψή του με παρρησία, δεν κρύβεται πίσω από θολές διατυπώσεις και δεν καταφεύγει στην ασφάλεια του παραδοσιακού ξύλινου λόγου της Αριστεράς. Δεν είναι μόνο αυτά τα θετικά. Σίγουρα από το 2004, όταν εξελέγη πρόεδρος του ΣΥΝ, μέχρι και το 2008, όταν παρέδωσε τα κλειδιά της πολυκατοικίας με το κόκκινο φωτάκι στον Αλέξη Τσίπρα, βοήθησε αποφασιστικά αυτό το χώρο να αναπτυχθεί ορμητικά και έδωσε νέα ώθηση συνολικά στην Αριστερά, η οποία μόλις είχε βγει από μία περίοδο άτακτης υποχώρησης. Ο Αλέκος Αλαβάνος έδωσε το σύνθημα της αντεπίθεσης.

Ήδη όμως από αυτή την περίοδο είχαν φανεί τα αρνητικά αυτής της αινιγματικής προσωπικότητας. Είχε διαφανεί η αγωνιώδης ανάγκη για προβολή, η πρόκριση της επικοινωνίας εις βάρος της ουσίας, η εντυπωσιοθηρία, ο βερμπαλισμός, η αδιαφορία του για την ενότητα του κόμματος. Παρόλα αυτά ήταν πολύ έξυπνος για να καταλάβει ότι το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007 ήταν μια χρυσή ευκαιρία για να αβγατίσουν τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλαβάνος έγινε η εικόνα ενός κινήματος στο οποίο οι οργανωμένες δυνάμεις του κόμματός του είχαν ελάχιστη συμβολή. Έτσι το Σεπτέμβρη του 2007, ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο 5%.

Όλα αυτά τα ελαττώματα υπάρχουν και στη σημερινή συνέντευξη. Υπάρχει πρώτον μία καταφανής απροθυμία για αυτοκριτική. Ο Αλαβάνος δε βλέπει τίποτα επιλήψιμο στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Δεκέμβρη. Δε βλέπει τίποτα το επιλήψιμο στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μόνη δύναμη που δε διαχωρίστηκε με σαφήνεια από τις καταστροφές φαντασιωνόμενη εξεγέρσεις. Μόνος αυτός, μάλιστα, διαπιστώνει μία άνοδο της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο. Ίσως όλοι εμείς οι υπόλοιποι να είμαστε τυφλοί και φαντασιόπληκτοι, μπορεί. Μετά επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν μπόρεσε να θέλξει τη νεανική πρωτοπορία η οποία και προσχώρησε στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Μα προφανώς θα προσχωρούσε στον αντιεξουσιαστικό χώρο η νεανική πρωτοπορία, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε άλλοθι σ’ αυτό το χώρο, αρνούμενος να έρθει σε πολιτική σύγκρουση μαζί του, αναβαπτίζοντάς τον σε δύναμη εξεγερσιακή, μην καταδικάζοντας τις πρακτικές του. Στο τέλος μας πετάει και την κοτσάνα: για μένα είναι προς τιμήν του Νιώτη που τα παιδιά του ήταν στο Ρεσάλτο. Γιατί άραγε; Είχαν ζητήσει την άδεια του μπαμπά πριν πάνε;

Υπάρχει εδώ μία προβληματική που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Ο Αλαβάνος διαπιστώνει ότι το αυθόρμητο απομακρύνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν ανταποκρίνεται στα εξεγερσιακά του κριτήρια. Ίσως και να είναι έτσι. Ίσως όντως αυτό το αυθόρμητο να απομακρύνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ίσως όντως ο χώρος του «αυθόρμητου» να έχει μαζικοποιηθεί. Μπορεί πράγματι στις τελευταίες πορείες τα μπλοκ των αντιεξουσιαστών να έχουν 3000 άτομα. Τελικά, όμως, η Αριστερά σε ποιον απευθύνεται; Απευθύνεται σε αυτά τα 3000 άτομα; Ή απευθύνεται στην κοινωνία, στους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους αγρότες; Ποιο από τα δύο είναι το κρίσιμο μέγεθος; Τι ωφελεί την Αριστερά, και πιο συγκεκριμένα τον ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλξει αυτά τα 3000 άτομα τη στιγμή που η κοινωνία θα του γυρνάει την πλάτη και θα επιστρέφει στον δικομματισμό; Παρόλο που στο προηγούμενο διάστημα η κοινωνία έδειξε ότι ήθελε να απαγκιστρωθεί από τα κόμματα εξουσίας; Τι ωφέλησε την Αριστερά τελικά η εναλλαγή του Οκτώβρη; Στη θέση του Μαρκογιαννάκη είναι τώρα ο Χρυσοχοΐδης και η Αριστερά ομφαλοσκοπεί και πάλι, ανήμπορη να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβη.

Ο Αλέκος Αλαβάνος έτσι κι αλλιώς υποτιμά το κόμμα του. Αν πάει και κοιτάξει στην νεολαία του κόμματός του θα βρει ένα σημαντικό μέρος της νεανικής πρωτοπορίας. Έτσι κι αλλιώς, πώς μπορεί να ‘ναι πρωτοπόρος κάποιος που επιλέγει το δρόμο της τυφλής βίας; Μίας βίας αδιέξοδης που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας; Πρωτοπόρος είναι αυτός που έχει το ταλέντο, την οξυδέρκεια και τη διορατικότητα να μπορεί να επιλέγει σε κάθε συγκυρία την κατάλληλη μορφή πάλης και δράσης. Άλλωστε πρωτοπορία και αυθόρμητο δεν τέμνονται πουθενά. Πρωτοπόρα δράση είναι μόνο η συνειδητή δράση. Η δράση που δείχνει το δρόμο στους αγωνιζόμενους νέους και όχι αυτή που σέρνεται πίσω από την εφήμερη μαζικότητα κάποιων πρακτικών. Ο Αλέκος Αλαβάνος είναι από τους βασικούς υπεύθυνους για αυτή την αποτυχία. Προτίμησε να σέρνεται πίσω από τους αντιεξουσιαστές, αφήνοντας ένα συγκλονιστικό νεανικό κίνημα να σβήσει στην κυριολεξία χωρίς να αφήσει τίποτα πίσω του παρά μονάχα μία θολή ανάμνηση. Μία ανάμνηση προβληματική, μίας παραλίγο εξέγερσης που κάτι ανέδειξε, κανείς όμως δεν ξέρει τι είναι αυτό. Μίας κραυγής που παρέμεινε τελικά άναρθρη, μίας αντίδρασης που δε μορφοποιήθηκε, ακριβώς επειδή κάποιοι επέλεξαν απλά να τρέχουν πίσω από τους αντιεξουσιαστές. Και τώρα οδύρονται, κατηγορώντας ταυτόχρονα τη νέα γενιά στελεχών, αρνούμενοι να παραδεχθούν τις τεράστιες δικές τους ευθύνες.

Δε με ενδιαφέρει τι λέει ο Αλαβάνος. Με ενδιαφέρει όμως αυτά που λέει να μη βρίσκουν ευήκοα ώτα μέσα στην Αριστερά, και ιδίως τον ΣΥΝ. Με ενδιαφέρει να γίνει κατανοητό ποιο είναι το λάθος του Δεκέμβρη, ένα λάθος που δεν είναι καινούργιο δυστυχώς. Είναι λάθος στην απεύθυνση. Είναι η επιλογή να απευθυνθείς σε ένα μικρόκοσμο, ίσως μεγαλύτερο μικρόκοσμο από παλιότερα αλλά πάντως ακόμα μικρόκοσμο, αντί να απευθυνθείς στην κοινωνία. Το κόμμα, ειδικά αν θέλει να λέγεται πρωτοπόρο, είναι διαμεσολαβητής. Διαμεσολαβεί μεταξύ συμβάντος και κοινωνίας. Προσπαθεί μέσω του συμβάντος να επικοινωνήσει με την κοινωνία, να τη διαφωτίσει, να τη διαπαιδαγωγήσει και κυρίως να την κινητοποιήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και ήταν το μόνο κόμμα που πράγματι ξεκίνησε να διαβαίνει το ποτάμι, τελικά κάπου στη μέση παρασύρθηκε από τα ρεύματα και απέτυχε να περάσει στην άλλη όχθη. Ο πρωτοπόρος, ακλόνητος, περνάει τελικά απέναντι. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλαβάνου τελικά διαχύθηκε στο μούδιασμα και την ανημπόρια της κοινωνίας, που δεν εξεγείρεται αλλά πού και πού απλά ξεσπάει και μετά γυρίζει στο σπιτάκι της, ακόμα πιο σκεφτική και ανήξερη. Κάπου στην κοίτη αυτού του ποταμού ακόμα αναζητείται, όχι ο διασώστης, όχι το κόμμα, αλλά η άλλη όχθη.

19 Δεκεμβρίου 2009

Το στοίχημα της εξωτερικής πολιτικής


Toυ Λεωνίδα Καραδήμου

Παρά τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, που εύλογα μονοπωλούν το ενδιαφέρον, αρκετά σημαντική για την κυβέρνηση πρέπει να θεωρείται η συγκυρία σε ό,τι αφορά και τα λεγόμενα ''εθνικά θέματα''. Ιδίως το κυπριακό, όπου προκαλούνται αναταράξεις εξαιτίας της ανερμήνευτης κλοπής της σορού του Τ. Παπαδόπουλου αλλά και το σκοπιανό, με τις παγωμένες συνομιλίες να αναθερμαίνονται την άνοιξη όπως όλα δείχνουν.


Και είναι όντως κρίσιμη η συγκυρία, στο εξωτερικό λόγω των αποφάσεων που θα κληθεί να λάβει προσεχώς η ΕΕ αναφορικά με την Τουρκία και την ΠΓΔΜ καθεμιά από τις οποίες βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο όσον αφορά τις δυνατότητες και τους πιθανούς όρους ένταξής της, αλλά και στο εσωτερικό όπου το πολιτικό τοπίο δεν παύει να μεταβάλλεται κατά τρόπο πιεστικό.

Για τη μεν Τουρκία, η γαλλογερμανική άρνηση και κυρίως τα εσωτερικά της προβλήματα παραμένουν οι όροι μιας δύσκολης εξίσωσης, η οποία εφ'όσον αποδειχθεί άλυτη θα προκαλέσει ιδιαίτερα δυσάρεστες και έντονες εξελίξεις. Ένα καθαρό όχι της Ευρώπης στην Τουρκία θα έφερνε τις δύο πλευρές ευθέως απέναντι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αντιδράσεις της γείτονος που ως πρώτο μέσο πίεσης θα μπορούσε να χρησιμοποίησει τον εκφοβισμό της Ελλάδας και της Κύπρου ως απειλή για την ευρωζώνη.

Ο χρόνος λοιπόν κάθε άλλο παρά με το μέρος μας είναι, με την αδράνεια να μην υπηρετεί όμως ούτε τη σύμμαχο χώρα. Η επίλυση του κυπριακού είναι επιτακτική ανάγκη για τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την ανάπτυξη του νησιού και φυσικά ακόμη περισσότερο για τη συναδέλφωση και ισότιμη, δημοκρατική συνύπαρξη των δύο λαών του. Μαξιμαλιστικές, φοβικές θεωρήσεις οφείλουν να τεθούν επιτέλους στο περιθώριο, αλλιώς θα είναι η τρίτη ευκαιρία που θα απωλέσουν οι δύο πλευρές για έναν έντιμο συμβιβασμό και ενδεχομένως θα πυροδοτηθεί καινούργιος κύκλος μεταξύ τους αντιπαράθεσης.

Σε ότι αφορά την ΠΓΔ της Μακεδονίας, από την άλλη, η συγκυρία δείχνει προς το παρόν να είναι προς όφελος της τακτικής που ακολουθεί το ελληνικό κράτος. Παρά το νομικό αφοπλισμό (δεν υπάρχει διεθνής κανόνας δικαίου που να απαγορεύει σε οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος να ονομάζεται όπως επιθυμεί, αντιθέτως εκείνο που κατοχυρώνεται είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού), η ωφελιμιστική τακτική πίεσης που ασκήθηκε επί κυβέρνησης Καραμανλή (το σύνθετο όνομα ως όρος εισόδου) είναι αρκετά πιθανό να αποδώσει. Φυσικά, οι μεγάλες δυνάμεις που έχουν ως συμφέρον τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και οι εταίροι μας στην ΕΕ δε θα περιμένουν επ'άπειρον, με το δικαίωμα του veto να κινδυνεύει να θεωρηθεί μπούμερανγκ για την ελληνική διπλωματία.

Τέλος, πιεστικές -και ανησυχητικές- οφείλουν να θεωρούνται οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Είναι βέβαιον ότι οι ανακατατάξεις στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η όξυνση στους τόνους του άλλου ένοικου της καθαρά συντηρητικής πλέον πολυκατοικίας δε βοηθούν ώστε να διαμορφωθεί consensus του πολιτικού κόσμου στη χάραξη εθνικής πολιτικής. Είναι εντούτοις κρίσιμη η επίδειξη ωριμότητας από την κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό ώστε να ενδυναμωθεί η διαπραγματευτική μας θέση, αλλά και να ασκηθεί όντως δυναμική πολιτική, ιδίως στα δύο προαναφερθέντα ζητήματα.
Γιατί εάν δε συμβεί αυτό τώρα, τίποτε δε μας εγγυάται το μετά. Και μόνο το γεγονός πως σε μία τετραετία υπάρχει η πιθανότητα την εξωτερική πολιτική να χαράσσει ο κ. Σαμαράς και να ασκεί ο κ. Αβραμόπουλος μόνον ανησυχία μπορεί να προκαλεί. Εκτός εάν οι εξοπλισμοί, ο μεγαλοϊδεατισμός και οι συγκρούσεις είναι αυτό που επιθυμούμε.
Ας ελπίσουμε για το καλύτερο...

18 Δεκεμβρίου 2009

Ο φίλος μου ο Σταύρος


Του Παναγιώτη Τσιάλα

Δεν έχει περάσει καλά-καλά ούτε ένας χρόνος από τότε, κι ωστόσο ακόμα θυμάμαι με συγκίνηση, την χαρά που μ’ είχε κυριεύσει εκείνες τις ημέρες. Ο λόγος; Ο καλός μου φίλος και συμφοιτητής Σταύρος Μ. είχε καταφέρει να κερδίσει επάξια μία θέση στα γραφεία της Βουλής, θέση που του προσφέρθηκε, με στόχο να γνωρίσει καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλίου και να αποκτήσει χρήσιμη κατάρτιση σχετικά με τα τεκταινόμενα στο Ναό της Δημοκρατίας. Η διαδικασία ανάδειξης δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη, η επιλογή του όμως ήταν εξαιρετικά τιμητική.
Και να πως έγινε: Το Χειμώνα του 2009, η Νομική Σχολή της Αθήνας ανακοίνωσε στην ιστοσελίδα της, ότι διατίθενται γύρω στις 10 θέσεις μαθητείας, για όσους φοιτητές ενδιαφέρονταν να εντρυφήσουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, παρακολουθώντας τες να εξελίσσονται καθημερινά στο εσωτερικό του μεγάρου της πλατείας Συντάγματος. Οι υποψήφιοι θα κρίνονταν και θα κατατάσσονταν με βάση μια σειρά κριτηρίων, όπως οι επιδόσεις τους στις ξένες γλώσσες και στα οικεία μαθήματα της σχολής (π.χ. Κοινοβουλευτικό Δίκαιο). Στη συνέχεια, οι επιτυχόντες θα προσλαμβάνονταν για ένα τετράμηνο στα γραφεία της Βουλής, απ’ όπου θα παρείχαν καθημερινή τετράωρη εργασία, ως μορφή άσκησης, ενώ ως αντάλλαγμα, πέρα από την πολύτιμη εμπειρία, θα τους χορηγούνταν και αποζημίωση 300€ μηνιαίως, ως έγγιστα.
Ευκαιρία από τις σπάνιες, και δεν χρειάζεται να πω ότι το γραφείο του υπεύθυνου καθηγητή είχε αρχίσει να πολιορκείται από αιτήσεις φιλόδοξων υποψηφίων, ήδη από την υστεραία της ανακοινώσεως. Μεταξύ αυτών και ο φίλος μου ο Σταύρος, άσος στα μαθήματα δημοσίου δικαίου και οξύς φιλοσοφικός νους. Που τελικά τα κατάφερε! Οποία χαρά και ικανοποίησις! Και απολύτως δικαιολογημένα, εδώ που τα λέμε. Στην εποχή της δεσποτείας των ετερόφωτων φωστήρων, η εντελώς προσωπική επιτυχία του φίλου μου, καί εμένα γέμισε με ελπίδα καί στον ίδιο το Σταύρο χάρισε επιβεβαίωση και μειδίαμα. Να σημειώσω, δε, ότι εφέτος το ίδιο πρόγραμμα όπου να’ ναι θα ξανα-ανακοινωθεί, και ίσως δοθεί και σε μένα η ευκαιρία να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η αφήγηση των πραγματικών περιστατικών και από εδώ και κάτω αρχίζει να εξυφαίνεται μία εξωπραγματική μυθοπλασία. Για να αποφύγω τις παρεξηγήσεις και να περιορίσω τις επεξηγήσεις, δηλώνω ευθύς εξαρχής πως ό, τι ακολουθεί είναι ένα εντελώς φανταστικό σενάριο, ανύπαρκτο σαν τους δράκους των πιο παλιών παραμυθιών.
Έστω, λοιπόν, ότι οι περσινοί 10 επιτυχόντες, αποφάσιζαν και εφέτος να κρούσουν τη θύρα του υπεύθυνου καθηγητή, όχι όμως για να του υποβάλουν αίτηση συμμετοχής, αλλά για να του ζητήσουν γλοιωδώς να ενεργήσει υπόγεια, ούτως ώστε να παραμείνουν στη θέση τους στη Βουλή, αντί των δέκα νέων συναδέλφων τους, που διεκδικούν με ζέση τις εν λόγω θέσεις. Με άλλα λόγια, διαπιστώνοντας ότι πολύ θα τους εξυπηρετούσε να παίρνουν και εφέτος την αποζημίωση των 300 €, οι 10 συμπαθητικοί τύποι, ζητούν να γίνουν εκ νέου δεκτοί στο πρόγραμμα, παρανόμως αυτή τη φορά, όχι ασφαλώς για να καταρτιστούν (αυτό άλλωστε έχει ήδη συμβεί), αλλά για να δουλεύουν part-time στο Κοινοβούλιο.
Η συνέχεια του παραμυθιού είναι ακόμα πιο φρικτή. Ο διεφθαρμένος καθηγητής, μολονότι γνωρίζει καλά ότι ουδείς φοιτητής δικαιούται να μετάσχει δύο φορές στο πρόγραμμα, ενδίδει στο αίτημα της δεκάδος, ζητώντας όμως ως αντάλλαγμα, στήριξη στις προσεχείς πρυτανικές εκλογές. Η δεκάς, με τη σειρά της αποδέχεται την προσφορά, υπό τον όρο ότι οι δέκα θέσεις στη Βουλή θα επιφυλάσσονται μονίμως γι’ αυτήν και ποτέ για τους άλλους υποψηφίους. Και η συμφωνία της ντροπής κλείνει.
Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι 6 τετράμηνα αργότερα, ο μέχρι τώρα υπεύθυνος καθηγητής αντικαθίσταται από έναν νεότερο και πιο ευυπόληπτό συνάδελφό του, ο οποίος, έχοντας εντοπίσει την πλεκτάνη, αποφασίζει να δώσει ένα οριστικό τέλος διακόπτοντας τη συμμετοχή των δέκα στο Κοινοβούλιο και αποκλείοντας τους από τη διαδικασία.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, ειλικρινά αναρωτιέμαι: Μπορούν «οι δέκα» να ζητήσουν να τους καταβληθούν ένσημα για απασχόληση διάρκειας 5 τετραμήνων, επειδή, όπως λένε, δεν μαθήτευαν αλλά εργάζονταν; Δικαιούνται να ζητήσουν μιαν αυξημένη μοριοδότηση ένεκα 20-μηνης επαγγελματικής κατάρτισης, ήτοι ένα πρόκριμα έναντι των λοιπών συν-υποψηφίων τους στο ΑΣΕΠ, οι οποίοι, ανόητοι όντες, δεν εδέησαν να καταφύγουν σε παρόμοιες μεθόδους υφαρπαγής κατάρτισης; Τέλος, διερωτώμαι: έχουν δικαίωμα οι δέκα, να απαιτούν, να μεταταχθούν και να μονιμοποιηθούν σε κάποιο άλλο τομέα του δημοσίου, σαν αποζημίωση για τον πρόωρο απογαλακτισμό τους από τις κρατικές θηλές;

13 Δεκεμβρίου 2009

Αμφιταλαντεύσεις

Tου Δώρου Γεωργίου


Η είδηση είναι σαφής: τη Δευτέρα έρχεται στην Αθήνα κλιμάκιο του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s. Μη βιαστείτε να καταπνίξετε την αυθόρμητη αγανάκτηση που μπορεί να νιώσατε στο άκουσμα αυτής της είδησης. Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής και ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είπε ότι δεν μπορεί η οικονομική πολιτική μιας χώρας να καθορίζεται από τους διεθνείς οίκους. Ενώ και ο δικός μας Πρωθυπουργός, ο Γιώργος Παπανδρέου, στη χθεσινή του συνέντευξη είπε ότι δεν μπορεί να είμαστε εξαρτημένοι από τους πιστωτές μας. Την Τετάρτη υιοθέτησε ακόμα πιο δραματικούς τόνους λέγοντας ότι απειλείται η εθνική μας κυριαρχία.

Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει έρθει αντιμέτωπη το τελευταίο διάστημα με τη στυγνή κερδοσκοπία των αγορών που είναι πάντα έτοιμες να κατασπαράξουν όποια χώρα φαίνεται ευάλωτη. Η ίδια βέβαια δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Ακολουθώντας την πεπατημένη της Μεταπολίτευσης δε φείσθηκε καταγγελιών εναντίον της απελθούσας κυβέρνησης φτάνοντας να την κατηγορεί ότι μας έφερε στο χείλος της χρεοκοπίας. Ενώ ακόμα και το ύψος του ελλείμματος είναι αμφισβητούμενο αφού κανείς δεν μπορεί να...
...είναι σίγουρος ότι η κυβέρνηση δεν υπέκυψε στον πειρασμό να το φουσκώσει για να μεταθέσει το πολιτικό κόστος στη Νέα Δημοκρατία. Όποια και αν είναι η αλήθεια, το γεγονός είναι ότι πάνε χρόνια από την εποχή Σημίτη, όταν μας διαβεβαίωναν ότι η «ισχυρή Ελλάδα» είναι πλέον στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης.

Πόσο ισχυρή ήταν, όμως, εκείνη η Ελλάδα; Μετά από άλλον έναν κύκλο άγριας λιτότητας, στον οποίο χαμένοι ήταν οι συνήθεις ύποπτοι, οι εργαζόμενοι, οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, η Ελλάδα κατάφερε να μπει στην ΟΝΕ. Και τότε άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Άφθονο, φτηνό, μεθυστικό χρήμα έρρεε στη ζώνη του Ευρώ, που ήταν κάτι σαν τη Γη της Επαγγελίας. Ο δανεισμός, δημόσιος και ιδιωτικός, εκτοξεύθηκε. Μία επίπλαστη ευημερία διαχεόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η περίφημη ελληνική ανάπτυξη, μονίμως πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο, είχε πήλινα πόδια. Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν άλλαξε, η ανάπτυξη βασίστηκε σε ένα κλειστό κύκλωμα διαπλεκόμενων εργοληπτών δημοσίων έργων και εκδοτών, το υπέρογκο κράτος έγινε ακόμα πιο υπέρογκο και ακόμα πιο παρασιτικό και η διαφθορά συνέχισε να ζει και να βασιλεύει.
Είναι ακριβώς αυτά τα οικονομικά συμφέροντα, που επωφελήθηκαν από την ανάπτυξη εκείνης της περιόδου, που τώρα ασκούν έντονες πιέσεις, μέσω των ΜΜΕ που διαθέτουν, ούτως ώστε η κυβέρνηση να λάβει σκληρά μέτρα. Είναι αυτά τα συμφέροντα που θέλουν να αποκρύψουν από το λαό την σκληρή αλήθεια. Ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι μία από τις πιο κοινωνικά άδικες χώρες της Ευρώπης αφού στην ουσία κράτος πρόνοιας δεν υπάρχει. Η συστημική διαφθορά, μαζί με το παρασιτικό και πελατειακό κράτος, λειτουργεί ακόμα, όπως λειτουργούσε ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ως μηχανισμός άμβλυνσης των κοινωνικών εντάσεων. Η οικονομία παραμένει σε μεγάλο βαθμό μεταπρατική μια και στην ουσία δεν παράγουμε τίποτα. Η φοροδιαφεύγουσα μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι ακόμα η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, ενώ οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις είναι κρατικοδίαιτες.

Όταν λοιπόν ο Παπανδρέου λέει ότι το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι παρόμοιο με αυτό της Ιρλανδίας έχει δίκιο. Το πρόβλημα της χώρας μας είναι όλα τα παραπάνω και αυτά ακριβώς είναι που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν. Η φοροδιαφυγή είναι τόσο μεγάλη, που αν ποτέ την εξαλείφαμε θα είχαμε λύσει όλα μας τα προβλήματα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα, η οποία κατά τους φιλελεύθερους είναι ο παράδεισος του κρατισμού, έχει χαμηλότερο ποσοστό κρατικών εσόδων επί του ΑΕΠ από τους περισσότερους εταίρους της στην ΕΕ. Αυτό είναι πράγματι ένα ελληνικό παράδοξο. Το ίδιο ισχύει και με τη γραφειοκρατία. Μια χώρα τόσο μικρή και παρόλα αυτά έχει πέντε επίπεδα διοίκησης με μόνιμο αποτέλεσμα την αναποτελεσματικότητα και τη σύγχυση αρμοδιοτήτων με τραγικές επιπτώσεις κάποιες φορές. Θυμηθείτε την περίπτωση των τελευταίων πυρκαγιών.
Τα μεγάλα συμφέροντα που πιέζουν αδίστακτα την κυβέρνηση, έχουν και συμμάχους εντός της. Ω της συμπτώσεως είναι ακριβώς εκείνοι που είχαν στηρίξει Βενιζέλο το 2007 και ακριβώς εκείνοι που μετέχουν του περίφημου εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Εκείνου του μπλοκ δηλαδή, που την οχταετία 1996-2004 έκαναν το ΠΑΣΟΚ ίδιο και απαράλλακτο με τη Δεξιά. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι σύμμαχοι. Ο Μπαρόζο, ο Τρισέ, ο Αλμούνια, ο Γιούνκερ και όλοι οι προαναφερθέντες διεθνείς οίκοι. Όταν ο Παπουτσής είπε το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο λαός στις 4 Οκτώβρη δεν ψήφισε τον κύριο Τρισέ και τον κύριο Αλμούνια, έπεσαν να τον κατασπαράξουν, εντάσσοντάς τον στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ», που ένιωσε τάχα ριγμένο από τη διαδικασία των βιογραφικών (άλλη αποτυχία κι αυτή παρεμπιπτόντως) και έτσι έπαιρνε εκδίκηση. Αλλά και η Λούκα Κατσέλη, υπέρμαχος κι αυτή των ήπιων μέτρων, δεν έχει καλύτερη αντιμετώπιση από τα φιλοκυβερνητικά κατά τα άλλα ΜΜΕ. Απεναντίας, όποιος ανήκει στο αντίπαλο μπλοκ, τυγχάνει διθυραμβικών σχολίων, όπως ο Χρυσοχοΐδης ή η Διαμαντοπούλου.
Μόνιμη επωδός όλων αυτών είναι ότι πρέπει να ληφθούν σκληρά μέτρα. Τι σημαίνει αυτό; Έχουν ακουστεί διάφορα, όπως μειώσεις μισθών, κόψιμο του 14ου μισθού και άλλα τέτοια ευχάριστα. Η ίδια, παλιά δοκιμασμένη συνταγή της λιτότητας, που αρνείται να κοιτάξει κατάματα τα δομικά προβλήματα της Ελλάδας και προτείνει λύσεις που πάντα επιβαρύνουν τους μη έχοντες αφήνοντας στο απυρόβλητο τους έχοντες. Μία πολιτική λογιστική, κοντόφθαλμη και βεβαίως αντιλαϊκή. Με ποιον από αυτούς θα συνταχθεί όμως ο Παπανδρέου; Τα δημοσιεύματα λένε ότι αμφιταλαντεύεται. Την Τετάρτη φάνηκε να προσχωρεί στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο, χθες όμως η Λούκα πήρε τη ρεβάνς, όπως σημειώνουν σήμερα τα Νέα. Πού θα κάτσει η μπίλια; Θα υποκύψει τελικά στη συντονισμένη αυτή επίθεση εναντίον της κυβέρνησης ή θα επιμείνει στις προεκλογικές του εξαγγελίες, αυτές για τις οποίες δηλαδή ψηφίστηκε;

Γιατί τελικά πίσω από αυτή την ανοιχτή πλέον σύγκρουση, υπάρχει και ένα θέμα δημοκρατίας. Αυτό που ο καθένας με τον δικό του τρόπο υπαινίχθηκαν ο Σαρκοζί, ο Γιώργος και ο Παπουτσής. Τελικά, όταν προσερχόμαστε στις κάλπες, ψηφίζουμε μία κυρίαρχη κυβέρνηση ή μία κυβέρνηση έρμαιο των πιστωτών, των διαπλεκόμενων ΜΜΕ και του Αλμούνια; Πόσο πραγματική και ουσιαστική είναι η δημοκρατία μας; Γιατί αν μη τι άλλο, αυτό που ζητάνε όλοι αυτοί από την κυβέρνηση, είναι να αγνοήσει στην ουσία τη λαϊκή εντολή που έλαβε προ διμήνου. Πόσο επιτρεπτό μπορεί να είναι αυτό στην αυγή του 2010; Υπό το πρίσμα μάλιστα ενός Δεκέμβρη που ακόμα φαντάζει απειλητικός…

11 Δεκεμβρίου 2009

Φράσεις που ακούσαμε η διαβάσαμε αυτές τις μέρες…


Του Παναγιώτη Τσιάλα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η περίοδος που διανύουμε μας δίνει αφορμές και ερεθίσματα για να γράψουμε δεκάδες άρθρα. Αντ’ αυτού, προτίμησα σήμερα να καταγράψω ορισμένες φράσεις που δίνουν άφθονη τροφή για σκέψη. Το σχολιασμό τον αφήνω σε εσάς.

1. «Τα κόμματα, πλην ενός, ζητούσαν άλλοθι, πέρυσι. Το βρήκαν στους «κουκουλοφόρους», ανθρώπους του περιθωρίου, απελπισμένους που πλιατσικολογούσαν, ή εγκληματίες που εκμεταλλεύτηκαν την εξέγερση των νέων. Τους ταύτισαν με τους λεγόμενους αντεξουσιαστές και εκείνους με τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που στήριξε την εξέγερση της νεολαίας. Ζήτησαν από τον Αλέκο Αλαβάνο να καταδικάσει τους βανδαλισμούς των «κουκουλοφόρων». Το έκανε. Δεν συγχώρησαν ούτε την καταδίκη, αφού τους κατέστρεφε το άλλοθι.»

Θ. Τεγόπουλος

2. «Ο ναζισμός γεννιέται, όταν αρχίζουν οι ηθικοί συμψηφισμοί», (απάντηση στην άποψη του Τ. Κορωνάκη, ο οποίος σχολίασε το περυσινό πλιάτσικο σε μικρά καταστήματα, λέγοντας ότι ‘και για τους αντιεξουσιαστές το Βατοπέδι ένα πλιάτσικο είναι’) 

Γ. Πρετεντέρης

3. «Σε ό, τι αφορά το τμήμα εκείνο της εξέγερσης που υιοθετεί και υλοποιεί πρακτικές βίας και καταστροφών πρέπει να γίνουν διαχωρισμοί. Από τη μια μεριά υπάρχει το τμήμα των αντιεξουσιαστών που στοχεύει κυρίως τις τράπεζες, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και τα δημόσια κτίρια, αλλά πολλές φορές εκτραχύνεται εντελώς και καταστρέφει - λεηλατεί αυτοκίνητα, μικροκαταστήματα, στάσεις λεωφορείων, πανεπιστημιακές σχολές κ.ο.κ. Η βία των αντιεξουσιαστών δεν χρήζει προφανώς καταδίκης. Χρήζει όμως σφοδρής θεωρητικής αλλά και πολιτικής κριτικής διότι από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική.»

Δ. Τζανακόπουλος

4. «Το τρίτο άρθρο περιλαμβάνει τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ακαδημαϊκού ασύλου. Με τη σχετική διάταξη ενισχύεται και αποσαφηνίζεται η κατοχύρωση του ακαδημαϊκού ασύλου για την προάσπιση αποκλειστικά ακαδημαϊκών ελευθεριών και του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση στην ανώτατη παιδεία. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται η κατάχρηση του ακαδημαϊκού ασύλου για πράξεις που δεν έχουν καμία σχέση με την ακαδημαϊκή λειτουργία των Α.Ε.Ι.. Οι αρμοδιότητες χειρισμού των σχετικών θεμάτων περιέρχονται πλέον στο Πρυτανικό Συμβούλιο για τα Πανεπιστήμια και το Συμβούλιο για τα Τ.Ε.Ι., καθώς το σχήμα της Επιτροπής Ασύλου ως ειδικού αρμοδίου οργάνου αποδείχθηκε μέχρι σήμερα αναποτελεσματικό.»

Αιτιολογική έκθεση του άρθρου για το άσυλο

5. «Επέμβαση της δημόσιας δύναμης [σ.σ. στο άσυλο] χωρίς την άδεια του αρμοδίου οργάνου του Α.Ε.Ι. επιτρέπεται μόνον εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής.»

Ισχύων νόμος-πλαίσιο για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. (άρθρο 3 παρ.6)


6. «Η πορεία σπάει πολύ σύντομα και πολλοί διαδηλωτές βρίσκονται μετά από συντονισμένη προσπάθεια των αστυνομικών δυνάμεων μέσα στο Πολυτεχνείο. Όπως λένε όσοι γνωρίζουν, αυτή είναι μία γνωστή τεχνική προκειμένου να συγκεντρωθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στα επεισόδια σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο Στόχος; Να μην επεκταθούν τα επεισόδια και στις υπόλοιπες περιοχές της Αθήνας». 

Αστυφύλακας ΜΑΤ

«Το Πολυτεχνείο με τα ΜΑΤ είναι μέσα δεν τους αφήνουμε να βγουν έξω να μην σπάσουν τα γύρω καταστήματα που υπάρχουν από το ίδρυμα και τους εγκλωβίζουμε μέσα και όταν δεχόμαστε εντολή για να αποχωρήσουμε και να αποχωρήσουν και αυτοί το κάνουμε .


Οι αστυνομικοί από την πλευρά τούς πετάνε δακρυγόνα ενώ αυτοί που βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο βγαίνουν έξω πετάνε πέτρες και μολότοφ και ξανακρύβονται μέσα στο Πολυτεχνείο.. Γίνεται ένα συνεχές κρυφτοκυνηγητό, μέχρι που κάποια στιγμή αργά το βράδυ οι αστυνομικοί παίρνουν εντολή να αποχωρήσουν ώστε να μπορέσουν να βγουν και αυτοί που βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο.»

Νέοι Φάκελοι

3 Δεκεμβρίου 2009

Ήττα του φιλελευθερισμού, νίκη του κρατισμού


Του Δώρου Γεωργίου

Ο τίτλος του κειμένου είναι ειρωνικός για όλους αυτούς που προσπαθούν στην κυριολεξία να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι, δίνοντας στον θρίαμβο Σαμαρά βαρυσήμαντες ιδεολογικές προεκτάσεις που ποτέ μία εκλογή δεν μπορεί να έχει. Άλλωστε η πολιτική εδώ και καιρό, όχι μόνο στη χώρα αυτή, ασκείται με άλλους όρους και όχι με όρους ιδεολογικής διαπάλης. Ασκείται υπό το πρίσμα ενός νεφελώδους ρεαλισμού από ομάδες τεχνοκρατών που ομνύουν στο αυτονόητο και την κοινή λογική και οι οποίοι ξορκίζουν τις πεθαμένες ιδεολογίες, κατηγορώντας συλλήβδην όποιον προσπαθεί να χρωματίσει ιδεολογικά το λόγο του ως λαϊκιστή.

Θα ήταν λοιπόν πολύ εύκολο και για μένα να βολευτώ με την ευκολία αυτής της ιδεολογικής ανάγνωσης του χθεσινού αποτελέσματος. Θα μπορούσα να ισχυριστώ, όντας μάλιστα αρκούντως πειστικός, ότι οι πολίτες χθες καταδίκασαν αυτή την τεχνοκρατική – λογιστική αντίληψη για την πολιτική και επικρότησαν έναν πολιτικό που μίλησε για σαφές και διακριτό ιδεολογικό στίγμα. Άλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς το είπε: «Δεν πρέπει να ντρεπόμαστε να το λέμε ότι είμαστε δεξιοί».

Υπάρχει, όμως, ένα νούμερο που με εμποδίζει να το κάνω αυτό. 800.000. Τόσοι είναι οι πολίτες που πήγαν να ψηφίσουν χθες και το νούμερο αυτό είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, είναι συνταρακτικό. Είναι ακόμα πιο συνταρακτικό αν αναλογιστεί κανείς ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους 800.000 ταλαιπωρήθηκαν πάρα πολύ για να ψηφίσουν, περίμεναν 2 ώρες τουλάχιστον σε τεράστιες ουρές ενώ πολλοί από αυτούς ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Χωρίς να θέλω να γίνω ρομαντικός, αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν να συμμετάσχουν σε αυτή την πρωτόγνωρη για τον συντηρητικό πολιτικό χώρο διαδικασία. Η διάθεση αυτή του κόσμου για συμμετοχή, για έκφραση, η θέληση να μην είναι και πάλι στην απ’ έξω, δίνει νομίζω και μια επαρκή εξήγηση γιατί ηττήθηκε κατά κράτος χθες η Ντόρα Μπακογιάννη.

Υπάρχει και ένα δεύτερο νούμερο. Δέκα. Τόσοι είναι οι βουλευτές Β’ Αθήνας της ΝΔ, της μεγαλύτερης εκλογικής περιφέρειας της χώρας, που στήριξαν τη Ντόρα. Μικρή λεπτομέρεια: συνολικά είναι έντεκα! Μόνο ο Πάνος Παναγιωτόπουλος στήριξε το Σαμαρά από τη Β’ Αθήνας. Κι όμως, ο Σαμαράς θριάμβευσε και σ’ αυτή την περιφέρεια, όπως και σε σχεδόν όλες τις περιφέρειες της χώρας. Είναι κοινή παραδοχή ότι αν ο νέος πρόεδρος εκλεγόταν από το Συνέδριο, η Μπακογιάννη θα επικρατούσε με άνεση. Ίσως γι’ αυτό αρχικά ήταν επιφυλακτική με την ιδέα της εκλογής από τη βάση. Σε αυτή την εκλογή δε χωρούν διαμεσολαβήσεις, μηχανισμοί, στρεβλώσεις. Έτσι, πήγε κόντρα στον ασίγαστο πόθο της βάσης να μιλήσει, να εκφραστεί, να τιμωρήσει και αυτό το πλήρωσε ακριβά.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η Μπακογιάννη ταυτίστηκε, ίσως άθελά της, με το κομματικό κατεστημένο, αν όχι με το κατεστημένο γενικότερα. Η υποψηφιότητά της στηρίχθηκε από μία πλειάδα κομματικών στελεχών, ήτοι την πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, την πλειοψηφία των γαλάζιων δημάρχων, την πλειοψηφία των συνδικαλιστών του κόμματος, ενώ δύσκολα κρυβόταν η προτίμηση του απερχόμενου Καραμανλή στο πρόσωπό της. Το κυριότερο, δεν φρόντισε να αποστασιοποιηθεί από τα πεπραγμένα της πενταετίας της Νέας Διακυβέρνησης, που αποδείχθηκε το ίδιο παλιά με την προηγούμενη και της οποίας βέβαια υπήρξε κορυφαίο στέλεχος. Απεναντίας, ο Σαμαράς ήταν άφθαρτος γιατί βέβαια οχτώ μήνες στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου το μόνο που έκανε ήταν τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης, δεν πρόλαβαν να τσαλακώσουν το προφίλ του.
Ήταν λοιπόν αυτό το κατεστημένο που ο κόσμος ήθελε διακαώς να τιμωρήσει. Αυτό το κατεστημένο που διέψευσε οικτρά τις ελπίδες που γεννήθηκαν το 2004, που τραυμάτισε το κύρος της Νέας Δημοκρατίας, που πλήγωσε το μέσο ψηφοφόρο της Δεξιάς. Ο κόσμος ψήφισε ένα νέο ξεκίνημα. Ναι, χωρούν και ιδεολογικές αναγνώσεις, αλλά μόνο σε δεύτερο πλάνο. Το βασικό είναι ότι οι πολίτες καταψήφισαν χθες τους μηχανισμούς, όλους αυτούς τους μηχανισμούς που τόσα χρόνια παρεμπόδιζαν συστηματικά την ηγεσία να αφουγκραστεί τις διαθέσεις του απλού κόσμου. Καταδίκασαν μία ηγεσία, της οποίας η Ντόρα θεωρήθηκε αναπόσπαστο μέρος, που κώφευσε, διεφθάρη, προκάλεσε, αδράνησε, τέλος πάντων απέτυχε. Ο λαός χθες ήθελε να ακουστεί. Ο λαός ξέρει και ο λαός μπορεί και αυτό είναι δημοκρατία.


Το παραμύθι φτάνει στο τέλος του. Είναι ίσως από τις πιο γοητευτικές ιστορίες στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά. Τι θα γίνει όμως με τη Ντόρα; Μπορούμε απλά να τη συμπονέσουμε για τη ματαίωση των προσδοκιών της, μπορούμε να συμμεριστούμε την απογοήτευσή της, μπορούμε και να τη λυπηθούμε κιόλας λιγάκι. Μήπως όμως αξίζει περισσότερο να συμμεριστούμε τη συσσωρευμένη οργή του απλού νεοδημοκράτη που σάρωσε χθες τις φιλοδοξίες της;