Σελίδες

15 Δεκεμβρίου 2010

Διαβούλευση για το προσωπικό των ΑΕΙ

Του Παναγιώτη Τσιάλα

Οι σύγχρονοι πανεπιστημιακοί νόμοι επιλέγουν κατ’ απόκλιση του παραδεδομένου Πανεπιστημίου, του διευθυνομένου υπό των τακτικών καθηγητών, τον οργανωτικόν τύπον του ούτω καλουμένου «Ομαδικού Πανεπιστημίου».

Το οργανωτικόν τούτο σύστημα εκκινεί από την άποψιν, ότι «αι υποθέσεις του Πανεπιστημίου ως   σ υ λ λ ό γ ο υ διδασκόντων και διδασκομένων ανήκουν βασικώς εις την συμβουλευτικήν και αποφασιστικήν αρμοδιότητα απάντων των μελών του».


Με τις ανωτέρω σκέψεις και με μια εκτενή νομική επιχειρηματολογία, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε, με μια ιστορικής σημασίας απόφασή του, ήδη από την 29.5.1973 τον περίφημο θεσμό του «Πανεπιστημίου των Ομάδων», ο οποίος έμελλε να εισαχθεί και στην Ελλάδα εννέα περίπου χρόνια αργότερα. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ν. Αλιβιζάτος, με την υιοθέτηση του νέου μοντέλου πανεπιστημιακής οργάνωσης, παραδιόθηκε οριστικά στην ιστορία... 

...το οργανωτικό πρότυπο του W. Von Humbolt, το οποίο νοιαζόταν μόνο για την καθαρή επιστήμη, αδιαφορώντας για τις βαθύτερες αλλαγές που είχαν συντελεσθεί στη δομή των σύγχρονων κοινωνιών. Προσαρμοσμένο πλήρως στις ανάγκες του μεμονωμένου επιστήμονα, το παρωχημένο αυτό μοντέλο παρέβλεπε ότι στη μαζική δημοκρατία του τέλους του 20ου αιώνα, η παραγωγή της γνώσης δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την ενεργό συμμετοχή και των άλλων συστατικών μερών της ακαδημαϊκής κοινότητας και, προπάντων των φοιτητών. Η περιστολή των υπέρ-αρμοδιοτήτων των τακτικών καθηγητών και η κατανομή εξουσίας σε όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητές, λοιπό διδακτικό προσωπικό, διοικητικό προσωπικό) σηματοδότησε την αυγή μιας νέας εποχής στην πορεία του εσωτερικού εκδημοκρατισμού του πανεπιστημίου. Πλέον, όλοι οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι του Ιδρύματος ως σύλλογος θα είχαν δικαίωμα να μετέχουν στις αποφάσεις για τη διοίκηση του Πανεπιστημίου, τον διορισμό και τις προαγωγές επιστημόνων, την έρευνα και τη διδασκαλία.

Το προσωπικό των Πανεπιστημίων:

Οι αλλαγές που σχεδιάζει να επιφέρει η συντακτική επιτροπή του κειμένου διαβούλευσης στον τομέα του προσωπικού των Πανεπιστημίων είναι ριζικές. Βασικότερη όλων είναι ο περιορισμός των βαθμίδων του διδακτικού προσωπικού, από τέσσερις (Καθηγητές, Αναπληρωτές Καθηγητές, Επίκουροι Καθηγητές, Λέκτορες) σε τρεις (καταργείται η βαθμίδα του Λέκτορα). Με τον τρόπο αυτό, οι Λέκτορες, παρά την καθοριστική συμβολή τους στη διεξαγωγή των μαθημάτων και παρά τα πλούσια ακαδημαϊκά τους προσόντα εξισώνονται με τους συμβασιούχους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80, οι οποίοι και καταργούνται. Σύμφωνα με το σχέδιο, στον Λέκτορα ανατίθενται εφεξής διδακτικά κυρίως καθήκοντα, άρα προωθείται ο αποκλεισμός του από την έρευνα, ενώ η θέση του δεν αποτελεί πλέον εξελίξιμη βαθμίδα. Είναι δε εύστοχη όσο και ζοφερή η εκτίμηση ότι η μεταβολή αυτή θα συρρικνώσει ουσιαστικά το συνολικό διδακτικό αλλά και το ερευνητικό έργο των πανεπιστημίων, αφού είναι κοινό μυστικό, ότι αυτό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους διδάσκοντες που είναι υπό κατάργηση.   Εξ άλλου, χάνοντας την ιδιότητα του μέλους του διδακτικού προσωπικού, ο Λέκτορας αποστερείται εν όλω ή εν μέρει της δυνατότητας ισότιμης συμμετοχής στη λήψη μιας σειράς αποφάσεων που αφορούν το Πανεπιστήμιο. 

Παράλληλα, προτείνεται η άρση της μονιμότητας των Επίκουρων Καθηγητών, ενώ είναι άγνωστη η τύχη των περίπου 2.000 διδασκόντων, οι οποίοι υπηρετούν σήμερα στη βαθμίδα του Λέκτορα επί θητεία, καθώς μπήκαν στο πανεπιστήμιο ξέροντας πως μετά από 2-3 χρόνια θα κρίνονταν για τη βαθμίδα του Επίκουρου και τώρα, εάν θέλουν να παραμείνουν στο πανεπιστήμιο, καλούνται να κριθούν για τη βαθμίδα του Αναπληρωτή, (στην οποία διασφαλίζεται η μονιμότητα,) πράγμα εξαιρετικά δύσκολο όπως αντιλαμβάνεσθε. Με απλά λόγια, το γενικότερο πνεύμα του σχεδίου στα ζητήματα προσωπικού του ΑΕΙ είναι η ασφυκτική συμπίεση προς τα πάνω του σώματος των Πανεπιστημιακών.

Περαιτέρω, αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε μια νομοθετική πρόβλεψη , την οποία εισήγαγε ο νόμος-πλαίσιο της κ. Γιαννάκου στο άρθρο 23 αυτού, σύμφωνα με την οποία τα ειδικά γνωστικά αντικείμενα των υπηρετούντων μελών ΔΕΠ μετατρέπονταν σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα ανά τομέα. Έτσι, η προκήρυξη μιας θέσης ΔΕΠ δεν θα γινόταν εφεξής με σημείο αναφοράς ένα ειδικό γνωστικό αντικείμενο, αλλά με σκοπό την πλήρωση της θέσεως ενός ενιαίου γνωστικού αντικειμένου. Στόχος αυτής της ρύθμισης, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ήταν η καταπολέμηση των «φωτογραφικών» προκηρύξεων  θέσεων ειδικών γνωστικών αντικειμένων. Μάλιστα, για να είναι πλήρες το μέτρο, διατασσόταν η διοίκηση (παρ.4) να εκδώσει -εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου πλαισίου- προεδρικό διάταγμα, με το οποίο θα υπάγονταν υποχρεωτικά όλα τα ήδη υπηρετούντα μέλη ΔΕΠ ειδικών γνωστικών αντικειμένων, στα νέα ενιαία γνωστικά αντικείμενα υπό τις δεδομένες ιεραρχίες, ώστε να προσαρμοστούν στις ανωτέρω προδιαγραφές. 


 Ωστόσο, ενόψει του φετινού χρόνου αλλά και των επόμενων 2-3 χρόνων, κατά τα οποία αναμένεται η αθρόα συνταξιοδότηση μεγάλου μέρους του σημερινού ΔΕΠ των ΑΕΙ, ιδίως στη βαθμίδα του καθηγητή, η νέα κυβέρνηση έχει αφήσει ανενεργή την ανωτέρω διάταξη. Σε περίπτωση, όμως, που η διάταξη αυτή ενεργοποιηθεί, σε συνδυασμό με μια θεσμική  επέκταση του πνεύματος περιορισμού των βαθμίδων διδακτικού προσωπικού, εκφράζονται σοβαροί φόβοι για επάνοδο στα παρωχημένα μοντέλα του παρελθόντος και στην αναβίωση του αυταρχικού θεσμού της έδρας. Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι:

Α) Αρχικά  οι θέσεις καθηγητών περιορίζονται εξαιτίας της ενοποίησης των περισσότερων ειδικών αντικειμένων σε λιγότερα ενιαία

Β) Συγχρόνως διαφαίνεται, ή καλύτερα έχει ήδη αρχίσει, η μαζική συνταξιοδότηση σημαντικού αριθμού μελών ΔΕΠ, κυρίως καθηγητών

Γ) Εάν αυτό συνδυαστεί με την κυβερνητική τάση για προϊούσα μείωση των διδακτικών βαθμίδων (κατάργηση των διδασκόντων του ΠΔ 407, κατάργηση του Λέκτορα, άρση της μονιμότητας των Επικούρων) τότε ο κίνδυνος ακολούθησης μιας συντηρητικής και οπισθοδρομικής πορείας γίνεται  απειλητικά ορατός με την υιοθέτηση της παρακάτω πλατφόρμας:

  • σε κάθε ενιαίο γνωστικό αντικείμενο ένας (1) καθηγητής, 
  • εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός Αναπληρωτών Καθηγητών
  • μεγαλύτερος αριθμός επικουρικού προσωπικού επί θητεία 
  • και φυσικά, οι συμβασιούχοι λέκτορες, για να βγάζουν τη δουλειά της διδασκαλίας και ίσως –ποιος ξέρει- για να κουβαλούν τις τσάντες των "καθηγητάδων", ως απλοί παρατρεχάμενοί τους
Μπορεί όλα αυτά να σας ακούγονται κάπως φοβικά, και μακάρι να είναι, αλλά δεν έχετε παρά να παρατηρήσετε την διαφαινόμενη τάση, για να οδηγηθείτε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα για το μέλλον (μείωση του αριθμού ων καθηγητών με πολλές συνταξιοδοτήσεις και περιορισμός των αναπληρώσεων των σχετικών θέσεων λόγω της ενοποίησης των περισσότερων ειδικών γνωστικών αντικειμένων, κατάργηση της βαθμίδας του Λέκτορα, άρση της μονιμότητας των Επικούρων κλπ). Ακόμη, όμως, κι αν δεν γίνουν πραγματικότητα οι χειρότεροι φόβοι για αναγέννηση του αντιδραστικού θεσμού της έδρας, σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία σημαντική υποχώρηση ως προς την κεκτημένη εσωτερική δημοκρατία του πανεπιστημίου, αφού η πυραμιδοειδής ιεραρχική δομή του πανεπιστημιακού προσωπικού οξύνεται στην κορυφή της και διευρύνεται στη βάση της.  
Δεν πρέπει πάντως να υποτιμούμε το καρότο που επιχειρεί να προσφέρει η Κυβέρνηση σε συγκεκριμένα υπηρετούντα μέλη ΔΕΠ, μέσω μιας μάλλον κουτοπόνηρης ρύθμισης, την οποία προτείνει στο σχετικό προσχέδιο. Σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη, «η εξέλιξη του διδακτικού προσωπικού κρίνεται στο εξής με κλειστή διαδικασία». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι στις εξελίξεις των διδασκόντων από βαθμίδα σε βαθμίδα δεν θα υπάρχουν συνυποψήφιοι των κρινομένων. Εάν ο μοναδικός κρινόμενος δεν προαχθεί η θέση θα κηρύσσεται άγονη. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ποιό από τα δύο επιδιώκεται να επιτευχθεί με τη συγκεκριμένη ρύθμιση του σχεδίου. Ένας ιδεατός τύπος του συστήματος των πελατειακών δικτύων, με έναν και μόνο υποψήφιο,  ή μήπως μια γενικότερη διάθεση να περιοριστούν οι θέσεις ΔΕΠ; Ας ελπίσουμε ότι το νομοσχέδιο θα αποσυρθεί εγκαίρως και έτσι δεν θα χρειαστεί να απαντηθεί το ερώτημά μας στην πράξη.



Και φυσικά από το σχέδιο νόμου δεν κατάφεραν να γλιτώσουν ούτε οι βαθμίδες του Καθηγητή και του Αναπληρωτή Καθηγητή. Τα απαιτούμενα προσόντα για τις θέσεις αυτές θα καθορίζονται στο εξής από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ιδρύματος, πράγμα ορθό μεν, δώρο άδωρο δε, στο μέτρο που η σύνταξη του εν λόγω Εσωτερικού Κανονισμού προβλέπεται ότι θα περάσει στην αρμοδιότητα του διορισμένου Συμβουλίου (βλ προηγούμενο άρθρο για τις διοικήσεις των νέων πανεπιστημίων). Εξάλλου και για τις δύο αυτές βαθμίδες προβλέπεται το μοντέλο του ενιαίου/διευρυμένου γνωστικού αντικειμένου ανά τομέα, όπως εφαρμόζεται και στη βαθμίδα του Επίκουρου. 

Από το σημείο αυτό και μετά προσέξτε μία απρόσμενη κλιμάκωση: 

i)  τα εκλεκτορικά σώματα για όλες τις βαθμίδες προβλέπεται ότι θα είναι διεθνούς σύνθεσης

ii) τα Ιδρύματα οφείλουν να συντάσσουν και να δημοσιοποιούν καταλόγους εξωτερικών κριτών ανά γνωστικό πεδίο

iii) οι μόνιμοι καθηγητές υπόκεινται σε περιοδική διαδικασία αξιολόγησης ως προς το ερευνητικό τους έργο από επιτροπές κρίσης διεθνούς σύνθεσης

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση, μικρή μεν, αλλά με ξεχωριστή σημασία από άποψη σημειολογίας. Για ποιο λόγο έπρεπε να υιοθετηθεί έτσι γενικώς και απαρεγκλίτως η διατύπωση «εκλεκτορικά σώματα διεθνούς σύνθεσης»; Τι άλλο μπορεί να συνιστά αυτή η διατύπωση αν όχι το επιστέγασμα της πλήρους απαξίωσης  των «εκλεκτορικών σωμάτων εθνικής σύνθεσης»; Και αναρωτιέμαι: είναι, ας πούμε, αρμοδιότεροι και επιστημονικά ικανότεροι οι «ξένοι» διδάσκοντες από τους δικούς μας καθηγητές, ως προς την εκφορά κρίσεως, επί επιστημονικών δεδομένων και τεκμηρίων, που σε τελική ανάλυση οι κρινόμενοι υποψήφιοι τα αποτυπώνουν συνήθως στην Ελληνική, ήτοι σε μία γλώσσα που οι ξένοι διδάσκοντες δεν καταλαβαίνουν; Μην με παρεξηγήσετε, δεν τα γράφω αυτά εμπνεόμενος από κάποιο εθνικιστικό μένος. Απλώς αισθάνομαι βαθύτατα προσβεβλημένος και οργισμένος για λογαριασμό των καθηγητών μου, εκ των οποίων οι περισσότεροι δίνουν αγώνα καθημερινά, για να μας μάθουν πέντε πράγματα, εργαζόμενοι συχνά κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Σε τι υπολείπονται αυτοί των ξένων κριτών;   


 Ίσως πάλι να έχει δίκιο ο καθηγητής Ν. Θεοτοκάς, ο οποίος αντιλαμβάνεται τη συγκεκριμένη διατύπωση ως τη θεωρητικοποίηση και τη γενίκευση του επαρχιωτισμού. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να δώσω σε αυτόν, τον τελευταίο λόγο του σημερινού άρθρου, για να μας σχολιάσει με το δικό του γλαφυρό τρόπο την προβλεπόμενη «διεθνοποίηση» των εκλεκτορικών σωμάτων:   

«Και η απίθανη μεγαλόσχημη σαχλαμάρα. ‘Τα εκλεκτορικά σώματα είναι διεθνούς σύνθεσης’. Πριν τα της ουσίας, ας σταθούμε στα της πραγματολογίας. Προσωπικά, κι επιτρέψτε μου αυτό το «προσωπικό», έχοντας συμμετάσχει σε εκλεκτορικά σώματα και εξεταστικές επιτροπές διδακτορικών διατριβών σε περιφερειακά πανεπιστήμια, πλήρωσα εξ ιδίων εισιτήρια, ξενοδοχεία, ταξί και εστιατόρια, πάνω από 1.500 Ευρώ, κι έχω πάψει πια να τα περιμένω. Και ξαναπήγα και θα ξαναπάω πληρώνοντας από την τσέπη μου, διότι θεωρώ υποχρέωσή μου απέναντι στην πανεπιστημιακή κοινότητα, στους συναδέλφους και τους φοιτητές μου τη συμμετοχή στα όργανα αυτά. Ποιος «διεθνής» εκλέκτορας θα πάει στη Μυτιλήνη και θα βάλει τα έξοδα από τον λογαριασμό του ή θα περιμένει ένα δύο χρόνια  να τα πάρει πίσω; Ή είναι άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας; Υπάρχουν, δηλαδή, λεφτά γι’ αυτούς αλλά όχι για τους ιθαγενείς. Κι αν υπάρχουν, έχουν μετρήσει πόσα λεφτά θα χρειαστούν κατ’ έτος; Πολύ περισσότερο απ' όσα χρειάζεται η αναγκαία διεύρυνση του μόνιμου προσωπικού κάποιων βιβλιοθηκών.

Αυτό, όμως, το «εκλεκτορικά σώματα διεθνούς σύνθεσης» ακούγεται από πρώτη άποψη πολύ «επιστημονικό». Ας το πληρώνουμε λοιπόν, κι ας μένουν οι βιβλιοθήκες χωρίς προσωπικό και συνδρομές στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά και αγορές νέων βιβλίων. Τι θα πει, λοιπόν, επί της ουσίας «εκλεκτορικά σώματα διεθνούς σύνθεσης»; Θα πει, κι ας φαίνεται ακραίο, διεθνοποίηση των πελατειακών σχέσεων. Γενίκευση των κακών ακαδημαϊκών πρακτικών που αποτυπώνονται, στατιστικώς εγνωσμένα, στα συστήματα των ετεροαναφορών, στις δημοσιεύσεις σε ελεγχόμενες από εξωπανεπιστημιακούς κύκλους διεθνείς «οικογενειακές» επιθεωρήσεις, στα συνέδρια ή στις ημερίδες των τζάμπα διακοπών σε χώρες ξωτικές και μαγεμένες (κι η δική μας είναι μια από αυτές). Ξέρω ότι μιλώ για την ακραία, αλλά στατιστικώς σημαντική, εκδοχή του πραγματικού στα διεθνή δρώμενα. Μιλώ, όμως και για τη μέση ή για τη συνήθη πρακτική στα καθ’ ημάς.»

Όσο κι αν μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει, ως προς τις επί της ουσίας εκτιμήσεις του, άλλο τόσο δεν μπορεί να αμφιβάλλει ως προς τις πραγματολογικές του διαπιστώσεις. Και αυτό – αν θέλετε- αποτελεί την πιο τραγική πλευρά του δράματος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου