Σελίδες

19 Δεκεμβρίου 2010

Περίληψη εισήγησης του Σ. Τσακυράκη



Α’ ΜΕΡΟΣ:

Εάν επιθυμεί κάποιος να ερμηνεύσει το Μνημόνιο, κάνοντας λόγο για απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας, με συνέπεια να μπορούν τρίτα κράτη να έρθουν στην Ελλάδα, για να μας πάρουν την Ακρόπολη, μπορεί ασφαλώς να το κάνει, πλην όμως το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν είναι σε καμία περίπτωση πειστικό. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει ούτε ένας διεθνολόγος, ο οποίος να ερμηνεύσει έτσι αυτή τη σύμβαση. Δεν υπάρχει περίπτωση να μας πάρουν, ούτε την Ακρόπολη, ούτε κάποια παραλία κλπ. Αυτό που αναφέρει το μνημόνιο είναι ότι το κράτος-δανειολήπτης παραιτείται από όλες τις ασυλίες του. Και είναι φυσικό να το αναφέρει αυτό, διότι οι δανειστές μας θέλουν να έχουν απέναντι στο ελληνικό κράτος όλα τα δικαιώματα που έχει και ένας απλός πολίτης κατά του κράτους του: πάνω απ’ όλα θέλουν να μπορούν να εκτελέσουν μια απόφαση σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αυτό τους χρωστάει χρήματα. Και ασφαλώς η εκτέλεση αυτή δεν θα έχει ως αντικείμενο, ούτε την Ακρόπολη, ούτε κάποια παραλία αλλά ορισμένα άλλα στοιχεία της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου. Αυτά λέει και το Μνημόνιο. 

Όσοι διαφωνούν πολιτικά με το Μνημόνιο έχουν χιλιάδες άλλα επιχειρήματα να προβάλουν εναντίον του και καλό θα ήταν να εγκαταλείψουν το μη πειστικό επιχείρημα ότι κινδυνεύει η Ακρόπολη. Όσο για τους πιο επιφυλακτικούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν πείθονται από εύκολα λόγια, ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσουν του λόγου το αληθές είναι...

...να αναζητήσουν τις δανειακές συμβάσεις και να ανιχνεύσουν εκεί τους επισυναφθέντες όρους του Μνημονίου. Εξ άλλου, ένα καλό ιστορικό επιχείρημα υπέρ της εδώ υποστηριζόμενης άποψης είναι το ακόλουθο: όταν έγινε η Κινεζική επανάσταση, το επικρατήσαν καθεστώς δήλωσε ότι «τα δάνεια του καπιταλισμού» δεν τα αναγνωρίζει και δεν πρόκειται να τα καταβάλει. Μπήκαν μήπως τότε οι δανειστές της Κίνας να καταλάβουν το Κινεζικό κράτος; Όχι φυσικά. Ωστόσο, μετά από χρόνια, όταν η Κίνα θέλησε να δανειοδοτηθεί, οι υποψήφιοι δανειστές της της υπενθύμισαν ότι υπήρχε και ένας παλιός λογαριασμός μεταξύ τους, ώστε έγινε εν τέλει ένας διακανονισμός (έστω και αν δεν πληρώθηκε όλο το οφειλόμενο ποσόν). Συμπέρασμα; Την ελευθερία να πούμε «κύριοι δεν σας δίνουμε ευρώ» τη διατηρούμε σε κάθε περίπτωση και δεν την έχουμε απεμπολήσει. Μην τυχόν όμως και το πούμε, γιατί καταστραφήκαμε, και ιδίως καταστράφηκαν οι νεότεροι άνθρωποι. 

Άλλωστε η δανειακή σύμβαση καθόλου λεόντειος δεν είναι. Αυτή τη στιγμή εμείς πνιγόμαστε κι όμως βρίσκεται κάποιος να μας δανείσει με ένα επιτόκιο 5.5%. Το ΔΝΤ δεν είναι τράπεζα, ούτε επιδιώκει τόσο πολύ να κερδίσει από αυτή την υπόθεση. Εσείς αν είχατε 110 δις ευρώ και επιδιώκατε κέρδη, θα τα δίνατε στην Ελλάδα, μήπως τυχόν και κερδίσετε 5.5% επιτόκιο; Ποιος τρελός θα το έκανε αυτό; Ασφαλώς και τα δίνουνε για άλλους λόγους. Και αυτοί οι άλλοι λόγοι δεν είναι φυσικά ότι τα άλλα κράτη απεργάζονται από κοινού μια μεγάλη συνωμοσία για να περιορίσουν την εθνική κυριαρχία του ατίθασου ελληνικού λαού των 10.000.000. Πόσω μάλλον, σε μια χρονική στιγμή, κατά την οποία έχουμε φτάσει σε μία τέτοια κατάσταση, που έχουμε ήδη από μόνοι μας περιορίσει την εθνική μας κυριαρχία. Σε τελική ανάλυση, ο λόγος που μας δίνουν τα χρήματα είναι ότι δεν έχουν ούτε και οι ίδιοι συμφέρον να καταστραφεί οικονομικά η Ελλάδα. Απεναντίας έχουν συμφέρον να διασωθεί (όπως λόγου χάρη έχει συμφέρον η Ελλάδα –έστω και μικρό- να μην καταστραφεί το Κόσσοβο).

Από εκεί και πέρα, αφής στιγμής αποφασίσουμε ότι θέλουμε το δάνειο -σημειωτέον ότι σε περίπτωση που αποφασίσουμε ότι δεν το θέλουμε, τότε θα γίνουμε Μολδαβία ήδη από την επαύριον της αρνήσεως αποδοχής των δανεικών, με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε αυτοστιγμεί στην ανταλλακτική οικονομία- θα πρέπει να καθίσουμε και να προβληματιστούμε σχετικά με τους όρους που θα μας επιβληθούν. Να ζητούσαμε άραγε χαμηλότερο επιτόκιο; Πόσο πιο κάτω να πάει το επιτόκιο; Οι αγορές, αν μας δάνειζαν, θα μας έβαζαν επιτόκιο 12 % και τώρα έχουμε επιτόκιο της τάξης του 5.5%. 

Εξ άλλου, ακόμα και αν οι δανειστές μας μας χάριζαν ολόκληρο το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος, και πάλι το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας μας (δηλαδή το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού μας, χωρίς συνυπολογισμό των οφειλόμενων τόκων για ήδη υπάρχοντα χρέη), άγγιζε το 2009 τα 10 δις, ενώ με τη λήψη των μέτρων του Μνημονίου προβλέπεται να πέσει στα 4.5 δις. Με απλά λόγια, ακόμα κι αν μέσα στο 2009 μας χάριζαν τα χρέη μας, ήδη από την επόμενη μέρα θα έπρεπε να βγούμε στις αγορές και να αναζητήσουμε δανεικά. Θα έπρεπε δε να βρούμε έναν τρόπο να κόψουμε τα 10 δις ετήσιου ελλείμματος. Πώς θα τα κόβαμε αυτά, αν όχι με περιορισμό κοινωνικών δικαιωμάτων και ορισμένων άλλων δαπανών. Τέτοια τεράστια ποσά δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν με την υιοθέτηση της επιπόλαιης λογικής «ας τά ‘παιρνες από εδώ ή ας τά ‘παιρνες από εκεί». Η οξύτητα του προβλήματος είναι τέτοια, ώστε δεν αντιμετωπίζεται με εμβαλωματικά μέτρα. Είναι μάλιστα εντυπωσιακές οι συγκρίσεις του ελληνικού χρέους με τα συσσωρευμένα χρέη άλλων κρατών που πτώχευσαν (π.χ. Ντουμπάι, Αργεντινή). 

Το πιο τραγικό απ’ όλα, όμως, είναι ότι ο ελληνικός λαός και η ελληνική κοινή γνώμη δεν έχουν συναίσθηση του προβλήματος, παρ’ όλα τα όσα έχουν ήδη ακουστεί. Πολύ περισσότερο δεν έχουν συναίσθηση ότι είναι η νέα γενιά που θα κληθεί να τα πληρώσει όλα αυτά. Κατά συνέπεια, ασφαλώς και θα πρέπει να κοπούν οι συντάξεις, γιατί, αν αποφασίσουμε σήμερα ότι κάποιος 60-άρης θα πρέπει να περάσει όμορφα τα επόμενα 25-30 χρόνια της ζωής του, τότε θα πρέπει να ξέρουμε ότι ο νέος άνθρωπος θα υποφέρει πολλαπλάσια για τα επόμενα 50-60 χρόνια της ζωής του. Το πράγμα, επομένως, είναι απλό. Αυτό που έχει σημασία για εσάς, βγαίνοντας από αυτήν την αίθουσα, δεν είναι να συμπεράνετε για τον ομιλητή ότι «είχε δίκιο» ή «δεν είχε δίκιο» αλλά να σκεφτείτε πάνω σε αυτά και να διαμορφώσετε ορισμένες δικές σας σκέψεις. 

Σε αυτή την ιστορία, εάν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους δικαιοσύνης, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι, ακόμη και ο πιο σεβαστός και αξιοπρεπής ηλικιωμένος, αρκετά θέατρα και αρκετές διακοπές πήγε μέχρι τώρα στη ζωή του με δανεικά χρήματα. Στο εξής δίκαιο είναι να προστατευθεί η νεότερη γενιά, και όχι να συνεχίζουν να απολαμβάνουν εκείνοι που μέχρι σήμερα πέρασαν μια σχετικά καλή ζωή, μεταθέτοντας ακόμα μεγαλύτερο βάρος στις επόμενες γεναιές.

Β’ ΜΕΡΟΣ:

Ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα, το κοινωνικό κεκτημένο και τα ατομικά δικαιώματα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει τοποθετηθεί προσφάτως με τρεις μάλιστα αποφάσεις του. Στην απόφαση Xartsan-Asmunsen κατά Φινλανδίας του 2004, κρίθηκε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ιδιοκτησίας για την καταβολή σύνταξης ορισμένου ποσού, άρα μπορεί επιτρεπτώς να μειωθεί το ποσό της σύνταξης. Στη δεύτερη απόφαση (Bucheid και Mengberg κατά Γερμανίας του 2006), οι προσφεύγοντες ήταν συνταξιούχοι του Δήμου του Αμβούργου και υπέστησαν μείωση της επικουρικής τους σύνταξης κατά 50% και 60% αντίστοιχα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε ότι η σημαντική αυτή μείωση δεν προκάλεσε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Έλαβε δε ιδιαιτέρως υπόψη του, ότι σκοποί του νομοθέτη ήταν η γενικότερη τροποποίηση της νομοθεσίας περί συντάξεων, (έτσι ώστε να επέλθει εναρμόνιση της επικουρικής  σύνταξης σε σχέση με την κυρία), η εξάλειψη φαινομένων αδικαιολόγητης σώρευσης κοινωνικών παροχών και εν τέλει η ενδυνάμωση του ταμείου κοινωνικής ασφάλισης.


Μία τρίτη απόφαση που αξίζει να προσέξουμε, ίσως περισσότερο από τις άλλες δύο, είναι η απόφαση της Boudina κατά Ρωσίας του 2009. Η Boudina ήταν μία κυρία, η οποία έπασχε από κάποια αναπηρία και λάμβανε αναπηρική σύνταξη. Όταν συμπλήρωσε, όμως, κάποια ηλικία, της κόψανε την αναπηρική σύνταξη και την αντικατέστησαν με την κανονική σύνταξη, η οποία ήταν συγκριτικά μειωμένη. Η Boudina υποστήριξε ότι τα λεφτά της κανονικής σύνταξης δεν της έφταναν για να ζήσει, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι το βιοτικό της επίπεδο ήταν αντίστοιχο μ’ ενός αδέσποτου σκυλιού. Κατ’ αρχάς, το δικαστήριο δεν εξέτασε τη συγκεκριμένη υπόθεση υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, δηλαδή δεν τη θεώρησε εμπίπτουσα στο δικαίωμα περιουσίας. Απεναντίας, την εξέτασε υπό το φως του άρθρου 3, το οποίο αναφέρεται στην απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Επομένως, δεν τέθηκε ζήτημα ιδιοκτησίας αλλά ζήτημα ενός minimum βιοτικού επιπέδου, το οποίο δεν πρέπει να είναι εξευτελιστικό για τον άνθρωπο. Και το δικαστήριο έκρινε ότι ενδεχομένως σε ορισμένες οριακές περιπτώσεις να υπάρχει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 3, δηλαδή άφησε ανοικτό το θέμα. Σε ποιες όμως περιπτώσεις υπάρχει όντως εξευτελιστική μεταχείριση;

Στην περίπτωση της Boudina, η προσφεύγουσα είχε κάνει έναν στοιχειώδη υπολογισμό των εσόδων και των εξόδων της, για να δείξει ότι πράγματι τα χρήματα που της έμεναν για να ζήσει ήταν ελάχιστα. Εν τέλει το δικαστήριο απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα είχε ορισμένα άλλα εισοδήματα, μια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ. Το ερώτημα όμως παραμένει: μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι ένα minimum βιοτικού επιπέδου, δύναται να αποτελέσει κατοχυρωμένο δικαίωμα,  τελούν υπό την εγγύηση μιας διεθνούς συμβάσεως ή του Συντάγματός μας;

Ενώ ο κύριος Βουτσάκης απάντησε καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα, υιοθετώντας μάλιστα την άποψη ότι το ελάχιστο αυτό επίπεδο μπορεί να προσδιοριστεί και ποσοτικά , η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι στην πραγματικότητα αρνητική. Και αυτό όχι από αναλγησία και αδιαφορία για τους φτωχούς και τους άπορους, αλλά επειδή πρέπει -όσο μπορούμε- να αποφεύγουμε να διατυπώνουμε ευχάριστες κρίσεις, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν μπορούν να συμβούν. Πιστεύει κανείς ότι το πρόβλημα της πείνας στον κόσμο θα το λύσουμε με ένα Σύνταγμα ή με μία διεθνή σύμβαση; Θεωρείτε εσείς ότι, αν το Darfour αποκτήσει αύριο ένα Σύνταγμα με κοινωνικά δικαιώματα, θα αρχίσουν ξαφνικά να τρώνε φαί οι άνθρωποι; Ασφαλώς δε θα συμβεί αυτό, και το ξέρουμε όλοι πολύ καλά. Το βιοτικό επίπεδο, έστω και το minimum, δεν είναι θέμα ενός νομικού κανόνα, ο οποίος θα μας το εγγυηθεί. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει μάλλον να αμφιβάλλουμε για το αν ποτέ θα αναγνωρίσει το ΕΔΔΑ παραβίαση του άρθρου 3, όσο μικρό και αν είναι το ποσό της σύνταξης που απομένει στον προσφεύγοντα (μόλο που στην υπόθεση της Boudina το άφησε ανοικτό).

Επομένως, μπορούμε για μία ακόμα φορά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι σε καμία περίπτωση αγώγιμα και άρα δεν μπορούμε να τα στρέψουμε κατά του Κράτους ενώπιον ενός δικαστηρίου. Σε τελική ανάλυση, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι δικαιώματα κατά του εαυτού μας. Στην περίπτωση αυτή, όμως, ποια είναι η πρακτική σημασία των κοινωνικών δικαιωμάτων; Η απάντηση είναι ότι τα κοινωνικά δικαιώματα έχουν μια σημαντική ηθική δύναμη και ενέργεια, η οποία συνεπάγεται ότι, ως κοινωνία, δεν μπορεί ποτέ να πούμε ότι αδιαφορούμε για τους φτωχούς και τους απόρους. Όταν ένας άνθρωπος στέκεται απέναντί μου και πεινάει, δεν είναι δυνατόν να τον ρωτήσω «γιατί δεν δούλεψες εσύ σήμερα;».

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει στην κοινωνία να υπάρχει μια κατανομή των πόρων, η οποία να είναι δίκαιη. Και εδώ χρειάζεται να καθίσουμε όλοι κάτω και να σκεφτούμε, ποια απ’ όλα τα αιτήματα που εκφράζονται καθημερινά είναι τα δίκαια και άρα πρέπει να ικανοποιηθούν. Εάν πάλι ικανοποιηθούν όλα, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι επόμενες γενιές θα πληρώνουν για χρόνια τις δικές μας αστόχαστες επιλογές.

2 σχόλια:

  1. Τι να πρωτοπώ για αυτή την εισήγηση.
    Αυτό που την κάνει απογοητευτική, πάντα κατά την προσωπική μου άποψη, είναι ότι είναι συγκροτημένη πάνω στον φόβο. Ολόκληρο το πρώτο μέρος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια του ομιλητή να εμπεδώσει στο ακροατήριό του τον φόβο. (Αυτό ας πούμε είναι επίσης διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου).

    Υπάρχουν κάποιοι διαδεδομένοι μύθοι:

    1) Δε θα μπορούσαμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις.
    Η συντριπτική πλειοψηφία των 110 δισ που πήρε η Ελλάδα θα πάει σε αποπληρωμή δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν αποκλειόμασταν από τις αγορές, όπως λέει η κυρίαρχη φιλολογία, δε θα μπορούσαμε πράγματι να αποπληρώσουμε ομόλογα που λήγουν αυτή την περίοδο. Λεφτά για μισθούς και συντάξεις υπήρχαν.
    Το κυριότερο, όμως, με αυτό το μύθο, είναι ότι είναι παντελώς απίθανο η Ελλάδα να μην έβρισκε καθόλου χρήματα. Άλλωστε, η Ελλάδα μέχρι να βγει από τις αγορές, δεν είχε κανένα πρόβλημα να βρει λεφτά. Η Ελλάδα όταν ζήταγε χρήματα, της έδιναν περισσότερα. Το πρόβλημα ήταν τα υψηλά επιτόκια.

    2) Αυτό μας πάει στο δεύτερο μύθο: ότι δε θα βρίσκαμε πουθενά λεφτά. Στις αρχές του 2010 είχε ανακύψει το ζήτημα με την Κίνα το οποίο κάηκε εξαιτίας λαθεμένων χειρισμών της κυβέρνησης. Επίσης υπάρχουν και οι προτάσεις του ΣΥΝ για λαϊκό ομόλογο και συγκρότηση τράπεζας ειδικού σκοπού η οποία θα δανείζεται απευθείας από την ΕΚΤ με χαμηλό επιτόκιο. Και το ξαναλέω: δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρούμε ΚΑΘΟΛΟΥ λεφτά. Αυτό είναι ασύλληπτο μύθευμα.

    3) Τρίτος μύθος: χρειαζόμασταν 100 δις. Αυτό είναι παντελώς ανακριβές. Η Ελλάδα χρειαζόταν πολύ περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν λεφτά για αποπληρωμή τόκων, τους οποίους όμως δε χρειαζόταν να πληρώσει μέσα στη χρονιά. Πράγματι τα θεόρατα επιτόκια αποτελούσαν υποθήκευση του μέλλοντος της νέας γενιάς. Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θέλει να μας παρουσιάσει η κυβέρνηση. Κι αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση είχε πολύ περισσότερα διαπραγματευτικά περιθώρια από αυτά που θέλει να μας παρουσιάσει ότι είχε. Επίσης δεν είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα έπρεπε να πάρει 110 δισ, θα μπορούσε να πάρει λιγότερα και να μη βγει εντελώς από τις αγορές, ούτως ώστε να μην μείνει τόσο πολύ το ΔΝΤ, το οποίο απ' ότι φαίνεται θα μας κατσικωθεί μέχρι το 2020!!

    4) Τέταρτος και τελευταίος μύθος: η αναδιάρθρωση του χρέους θα ήταν καταστροφική. Εδώ δεν έχω να πω κ πολλά. Όλοι ξέρουν ότι είναι πολύ πιθανό ακόμα αυτό το ενδεχόμενο. Η διαγραφή μέρους του χρέους των χωρών του Νότου προτάθηκε πρόσφατα και από το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Τυχαίο; Δε νομίζω.

    Νομίζω πως ο κ. Τσακυράκης, πέρα από το αν συμφωνεί κανείς ή όχι με την αναγκαιότητα του Μνημονίου, προσπάθησε επιμελώς να αποκρύψει και τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή λέγοντας ότι δεν είχαμε κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης, στην ουσία έλεγε ότι η κυβέρνηση έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Δεν το 'κανε όμως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι αστείο ακόμα και σ αυτό το μπλοκ κάποιοι από τους συναδέλφους να διαφημίζουν τα κόμματά τους και δήθεν να μιλάνε για προσωπική τους άποψη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τα ήδη πολύ γνωστά «ποιήματα» που ακούμε κάθε μέρα στις αίθουσες διδασκαλίας, στα διαλείμματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή