Σελίδες

6 Δεκεμβρίου 2010

Η πολιτικοποιημένη "γενιά απολιτίκ"

Γράφει ο Θωμάς Ροζής

Είναι σχεδόν βέβαιο πως η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών στο άκουσμα της έννοιας της  ιδεολογίας δίνει, πλέον, μόνο θεωρητικό περιεχόμενο. Οι ιστορικές εμπειρίες και η πολλαπλότητα των πολιτικών προσεγγίσεων που γνώρισε η χώρα μας από τότε που η πολιτική αφέθηκε– απεμπολώντας κάθε είδος κυριολεκτικά εμπόλεμης σύρραξης - στην πλήρη εξέλιξή της δεν είναι άμοιρες ευθυνών για τη νέα αυτή πραγματικότητα. Τοποθετώντας το ορόσημο αυτό στο τέλος και του εμφυλίου πολέμου, από το 1949 μέχρι σήμερα η ελληνική δημοκρατία κυβερνήθηκε από περίπου 25 πρωθυπουργούς και ανάλογα κυβερνητικά σχήματα.

Η πυκνότητα των πολιτικών εναλλαγών είχε ως αποτέλεσμα στο πολιτικό προσκήνιο να αφήσουν το στίγμα τους πολιτικές και σχηματισμοί που κάλυψαν σχεδόν όλες τις πλευρές μιας νοητής ιδεολογικής πυξίδας. Από τη μετεμφυλιακή δεξιά και τη μακρά παραμονή της περάσαμε στη δυναστική 7ετία και από κει στον ευρωπαϊκό και φιλελεύθερο ''καραμανλισμό'' για να ανοίξει ολοκληρωτικά  ο κύκλος της μεταπολίτευσης με την εδραίωση της σοσιαλιστικής αλλαγής του '81. Εις το εξής οδηγηθήκαμε σε ένα συνονθύλευμα πολιτικών παλινδρομήσεων που μόνο ο πολιτικός επιστήμονας του μέλλοντος θα κατορθώσει με ασφάλεια να κατατάξει έκαστη σε συγκεκριμένη ιδεολογική σταθερά.

Η επί έτη σιγοβράζουσα λαϊκή απέχθεια που ξέσπασε επ' αφορμή του ντροπιαστικού γεγονότος της οικονομικής μας κηδεμονίας και των συνεπειών της μετράει ήδη ισχυρή αρνητική  εκλογική δύναμη. Είναι σαφές πως... 

...η νέα γενιά, η γενιά μας, θα είναι -παγιώνοντας αυτό που εν πολλοίς ξεκίνησε η προηγούμενη- η γενιά της πλήρους «αποϊδεολογικοποίησης» ή όπως πλέον είθισται γενιά απολιτίκ. Για να είμαι ακριβής ο σημερινός κλονισμός της εμπιστοσύνης στο κομματικά δομημένο πολιτικό σύστημα δύσκολα θα βρει απάγκιο και καταφύγιο. Τα κοινωνικά αντανακλαστικά που σε παλαιότερες εποχές σε περιόδους κρίσης, αστάθειας και πολιτικής αβεβαιότητας στρέφονταν σε λύσεις έντονης κυβερνητικής παρεμβατικότητας και αυταρχισμού σήμερα δεν στρέφονται πουθενά, σήμερα δεν θέλουν να πιστεύουν σε τίποτα  πόσω μάλλον δεν προσδοκούν. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η έννοια της πολιτικής απέκτησε περιεχόμενο καθαρά διαχειριστικό, μηχανιστικό και αναμφίβολα οικονομοκεντρικό. Πολύ σύντομα όλοι μας εξοικειωθήκαμε με σύγχρονους όρους ακόμα και οικονομικής στρατηγικής ενώ δε φαντάζει απίθανο για τα επόμενα χρόνια σε κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες να υπάρχει πλάι στον καιρό και στα αθλητικά ειδική μόνιμη στήλη για τη διακύμανση των spreads (!)

Η πολιτική απώλεσε το μεγαλείο του να προπορεύεται και να καθοδηγεί,   ενώ κινδυνεύει να κάψει και το τελευταίο χαρτί της που τη θέλει έσχατη εγγυήτρια ενός minimum οικονομικής εξασφάλισης σε μισθούς και τραπεζικές καταθέσεις. Ο πήχης που θέτει η μέση κοινωνική συνείδηση άπτεται αποκλειστικά της συνετής διαχείρισης και των τρεχόντνων καθημερινών προβλημάτων. Στα ασφυκτικά αυτά πλαίσια δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε διάθεση για τη γένεση κατευθυντήριων ιδεολογικού προσανατολισμού.



Το να αρθρώσεις σήμερα ιδεολογική πρόταση και προβληματισμό μοιάζει σαν το γλαφυρό στιγμιότυπο του Τιτανικού – σύμφωνα με επίσημα χείλη κυριολεκτική η ομοιότητα – όπου οι ρομαντικοί βιολιτζήδες απτόητοι συνεχίζουν μια κλασσική μελωδική υπόκρουση την ώρα που τριγύρω οι επιβάτες αγωνιούν για μια θέση σωτηρίας στις λειψές σωσίβιες λέμβους. Χάθηκε το περιεχόμενο της ιδεολογίας ή πολύ χειρότερα χάθηκε η έννοια αφεαυτής; Χρεωκόπησαν τα μέχρι σήμερα γνωστά ιδεολογικά συστήματα ή χάθηκε η δική μας ικανότητα να προσαρμοζόμαστε στις εξελίξεις και τις απαιτήσεις των καιρών; υπάρχουν βάσιμες αξιώσεις μετά το πέρας της λαίλαπας της καθολικής αυτής κρίσης που βιώνουμε να στερεώσουμε τη ''νέα Ελλάδα'' σε θεμέλια βαθιά και μακρόπνοα ή θα παραμείνουμε έρμαια των διεθνών αποφάσεων και αλλαγών;
                
Στα χρόνια που πέρασαν συντελέστηκε, αναμφισβήτητα, ένα αθόρυβο και σιωπηρό έγκλημα εναντίον της κρατικής και εθνικής μας υπόστασης. Τα χρόνια της επίπλαστης κρατικής αφθονίας, της εξυπηρετικής αναξιοκρατίας, της ψευδεπίγραφης ισονομίας η ουσία της πολιτικής επικαλύφθηκε, συν τοις  άλλοις, από μια γενική ραστώνη και αδιαφορία για τις προκλήσεις που ανεφύησαν και που πρόκειται να απασχολήσουν έντονα τόσο τη χώρα μας και την ενωμένη Ευρώπη όσο και την ολοένα πιο παγκοσμιοποιημένη διεθνή κοινότητα τις επόμενες δεκαετίες.
                 
Την ώρα που η πλειοψηφία των εταίρων μας έθετε τη βάση και το πλαίσιο για τη χάραξη πολιτικών μακροπρόθεσμης στρατηγικής και με ολιστικό φάσμα στόχευσης εμείς εδραιώναμε τον πιο αρτηριοσκληρωτικό και σαθρό κρατικό μηχανισμό. Όταν τα κόμματα των λοιπών Ευρωπαίων ακολουθούσαν τις εξελίξεις, προσάρμοζαν τον προγραμματικό τους λόγο και έπαιρναν ευθεία θέση στα νέα δεδομένα, δημιουργώντας, παράλληλα, ένα ελάχιστο εθνικής πολιτικής διαβούλευσης γι αυτά, οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις διαγωνίζονταν σε μια ατέρμονη ξύλινη ρητορεία, προσηλωμένη σε πρακτικές και ιδεοληψίες άλλων εποχών διαιωνίζοντας ένα διάτρητο πελατειακό σύστημα με νοοτροπίες και δομές που απέκτησαν βαθιές ρίζες και δεν ξεριζώνονται εύκολα. Καμία συζήτηση δεν έγινε για όλα αυτά τα κρίσιμα που επιφύλαξε το πέρασμα στον 21ο αιώνα, καμία απόπειρα ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης για τα διλήμματα που εκβιαστικά πλησιάζουν μέρα με τη μέρα δεν έλαβε χώρα. Αγνοούμε σαν κοινωνία σε μεγάλο βαθμό και την ένταση, αλλά και την ίδια την ύπαρξη ζητημάτων που ήδη επηρεάζουν και καθορίζουν την καθημερινότητά μας.
                 
Μέσα από τα λίγα αυτά λόγια ο σκοπός δεν είναι να ασκηθεί γενική και αόριστη κριτική στην πολιτική και το πολιτικό σύστημα. Στόχος είναι την επαύριο της σημερινής τραγικής συγκυρίας να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε με σχέδιο, με συναίνεση και συντονισμένο βηματισμό όλα  αυτά που θα αποτελέσουν προκρίματα για την είσοδό μας σ’ αυτό που οι Αμερικανοί πολιτικοί συγγραφείς και επιστήμονες αποκαλούν “νέα εποχή”. Είναι όλα αυτά τα πολύπλοκα, πολυδιάστατα ακόμα και διχαστικά θέματα που, αν σήμερα, τώρα δεν αδράξουμε την ευκαιρία να επιλύσουμε, κινδυνεύουν να φέρουν την απολιτικ γενιά σε ένα de facto ιδεολογικό παροξυσμό, σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική πόλωση, σε ένα φανατισμό που θα οδηγήσει την ελληνική κοινωνία για ακόμη μια φορά στην καταβύθιση και το τέλμα.
                
Είναι προφανές ότι τα θέματα στα οποία μπορεί να αναφερθεί κανείς σχετικά με την ανάγκη ιδεολογικής και πολιτικής επαναδραστηριοποίησης είναι πάρα πολλά και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εκτεθούν σ' αυτό εδώ το πλαίσιο. Για αυτό το λόγο θα γίνει αναφορά σε κάποια που κατά τη γνώμη του γράφοντος είναι πιο ενδεικτικά.
                 
Δε θα ήταν, φρονώ, παράλογο να κατατάξει κανείς στην κορυφή των κοινωνικά ζωτικών αυτών προβλημάτων το ζήτημα της μετανάστευσης. Πρόβλημα, αναμφισβήτητα, διεθνές ,αλλά, σαφώς, και ευρωπαϊκό το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα δεν στερείται καθόλου ελληνικού ενδιαφέροντος. Οι αιτίες και οι λόγοι που η χώρα μας αποτελεί σταθμό και πύλη εισόδου σημαντικών μεταναστευτικών κυμάτων είναι, εν πολλοίς, γνωστοί και η αναφορά τους παρέλκει του άρθρου αυτού. Το βέβαιο είναι πως οφείλουμε πλέον, αντί να παραπέμπουμε συνεχώς στις καλένδες την όποια συζήτηση απέναντι στην ακατάσχετη εισροή μεταναστών και τη διαβίωσή τους, να πάρουμε θέση σαν κοινωνία ευθέως πριν φτάσουμε σε ακραίες καταστάσεις βίας και διχόνοιας. Υπάρχουν ή όχι αριθμητικά όρια αντοχής μεταναστευτικής απορρόφησης; Αντέχει το κοινωνικό κράτος το παράνομο μεταναστευτικό φορτίο ή στο βωμό ενός ανθρωπιστικού προσώπου θα οδηγηθούμε σε εκπτώσεις της δικής μας κοινωνικής πρόνοιας; Θέλουμε να αφομοιώσουμε όσους είδαν ένα καλλίτερο μέλλον στη χώρα μας κάνοντάς τους κοινωνούς της “ημετέρας γλώσσης και παιδείας” ή ονειρευόμαστε ένα πολυπολιτισμικό κράτος χωρίς ομοιογένεια και παραδόσεις; Επιθυμούμε πραγματικά να βρούμε λύση συνολικά και συλλογικά ή αρκούμαστε γεγονότα όπως η Κούνεβα και ο Αγ. Παντελεήμονας να γίνονται βορά στις πολιτικές δεξαμενές συγκεκριμένων χώρων;


Η αλήθεια είναι πως οι απαντήσεις στα παραπάνω διαζευκτικά ερωτήματα δεν είναι καθόλου προφανείς και απλές. Εξάλλου ζητήματα λεπτά όπως η μετανάστευση δεν εξαρτώνται από τις προτιμήσεις εκάστου ημών παρά συνιστούν ένα σύνολο παραμέτρων μεταξύ των οποίων πρέπει να ισορροπήσει κανείς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια το φαινόμενο αυτό εξαπλώνεται ραγδαία και στους κινδύνους που περιστασιακά ανακύπτουν περιοριζόμαστε σε ad hoc λύσεις αρνούμενοι κρίσιμες αποφάσεις και πάνω απ όλα αρνούμενοι την παραδοχή ότι ένα πρόβλημα καθαρά κοινωνικό τείνει εξαιτίας των δικών μας υπεκφυγών να εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια και τη σταθερότητα του κοινωνικού ιστού.
               
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η θέση για τα ανωτέρω συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την αντίληψη που ο καθένας έχει για την έννοια της εθνικής συνείδησης. Αμφιβάλλω αν οι σύγχρονοι νεοέλληνες έχουμε κατασταλάξει για τη σημασία της έννοιας του έθνους και του κράτους και για το εάν και πώς αυτά τα δύο συγκεράζονται σε ενιαία οντότητα. Το πρόδηλο είναι πως χρόνο με το χρόνο πληθύνονται οι μειοψηφίες εκείνες που είτε δε διστάζουν να πυρπολήσουν και να βεβηλώσουν την ελληνική σημαία στο όνομα της δήθεν ελευθερίας της έκφρασης είτε αμφισβητούν σθεναρά παραδόσεις και αξίες όπως οι εθνικές εορτές και οι παρελάσεις γιατί τάχα ενισχύουν τον εθνικισμό και τα μίση των λαών.
                 
Υπάρχουν άραγε στοιχεία στην έννοια του έθνους που επιβιώνουν και τα οποία θέλουμε να διασώσουμε στις δικές μας μέρες και να τα διαιωνίσουμε; Ενυπάρχει στη συνείδησή μας αυτή η αίσθηση της κοινότητας των συμφερόντων, της κοινής ιστορικής αφετηρίας, της καταγωγής και της ενότητας ή το μόνο που μας συνδέει είναι η αμοιβαία οικονομική  εξάρτηση από το ίδιο παροχικό κράτος; Υπάρχουν στοιχεία του Ελληνισμού που μας διαφοροποιούν και θέλουμε να διαφυλάξουμε ή είμαστε απλά Ευρωπαίοι υπήκοοι και επιδιώκουμε τη συμμετοχή σε μια ένωση χωρίς ίχνη πολιτισμικής ποικιλομορφίας; 


                
Δε νομίζω πως μπορεί κανείς να καταλογίσει στη μεταπολιτευτική Ελλάδα επιθετική εξωτερική πολιτική. Είμαστε γνωστοί μάλλον για  υποχωρητικότητα και αδρανή μετριοπάθεια παρά για επεκτατικότητα και δυναμισμό. Έχουμε τελικά ως κράτος αξιώσεις στα εθνικά μας θέματα όσο και σεβαστό λόγο στο διεθνές μας status ή είμαστε «μικροί» στις διαθέσεις των ισχυρών; Υπάρχουν και γαλάζιες γραμμές απέναντι στους επιθετικούς γείτονες μας ή αρκούμαστε να θέτουμε κόκκινα όρια στις επιδιώξεις τους; Έφτασε μάλλον η ώρα να απαντήσουμε συγκροτημένα και τεκμηριωμένα στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα. Πρέπει να συμφωνήσουμε και να αποφασίσουμε για την ταυτότητα της Ελλάδας στις προκλήσεις που έρχονται τα επόμενα χρόνια. Μακριά από λεονταρισμούς και εθνικιστικές κορώνες, με ομοψυχία και ρεαλισμό οφείλουν όλοι και η δική μας γενιά κυρίως να παρακάμψει την αδιαφορία και να αποδείξει αν ένα κράτος σαν το δικό μας έχει τις προϋποθέσεις για εκείνες τις πολιτικές που θα αναδείξουν το ρόλο του ως υπολογίσιμο παράγοντα διεθνούς αναφοράς.
               
Σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος άξια λόγου και προβληματισμού είναι η κατάσταση στα πανεπιστήμια. Το ενθαρρυντικό στον τομέα αυτό είναι πως πλέον οι φωνές που μιλούν ανοιχτά για δυνάμεις και μειοψηφίες που λυμαίνονται ποικιλοτρόπως τους πανεπιστημιακούς χώρους και την ομαλή λειτουργία τους πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά και γίνονται πιο ηχηρές. Οι φασίζουσες νοοτροπίες που καταστρέφουν, ρυπαίνουν, καταλαμβάνουν και υποβαθμίζουν το επίπεδο του ελληνικού πανεπιστημίου βρίσκουν πλέον όλο και συχνότερα ισχυρό αντίλογο. Αυτό που ακόμα δεν έχει γίνει είναι η αργοπορημένη αυτή αντίδραση να πάρει πιο μαζικό χαρακτήρα και να διεμβολίσει τον πυρήνα της κοινωνίας που είτε αγνοεί είτε αδυνατεί να αποδεχτεί πως τα πάλαι ποτέ φοιτητικά κινήματα ανατροπής και διεκδίκησης ενσαρκώνουν πια θύλακες κομματισμού, αντιεπιστημονικότητας, οπισθοδρόμησης και αντιδημοκρατισμού. Αλλά ακόμα και εδώ, στα προφανή η πολιτική βούληση απέχει περίτρανα. Επί χρόνια μισόλογα για το πανεπιστημιακό άσυλο και τη χρησιμότητά του, δειλές κουβέντες για το κατεστημένο συναλλαγής και το συντηρούμενο κομματικό κράτος, αδιαφορία για τις αξιολογικές επιδόσεις των πανεπιστημιακών σπουδών. Εδώ και χρόνια τυπικώς νομιμοποιούμενες φοιτητικές νεολαίες καθορίζουν την πολιτική συζήτηση κατά το δοκούν, πολλές φορές, μάλιστα, αδυνατώντας να δουν τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες της σύγχρονης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Έχει φτάσει μήπως η ώρα να υπάρξει δυναμική παρέμβαση και αλλαγή αυτού του καθεστώτος; Τι πρέπει πια να συμβεί για να πούμε πως φτάσαμε στο απροχώρητο; Περιμένουμε να ξεσπάσει δυναμική αντιπαράθεση ανάμεσα στο φοιτητικό κόσμο με αβέβαιες συνέπειες; Η κατάσταση στα πανεπιστήμια είναι άλλο ένα παράδειγμα για το πώς οι λίγοι οδηγούν στην αδιαφορία τους πολλούς και για το πως η εφηβική αυτή αδιαφορία με λογικές αναβλητικότητας και ωχαδερφισμού μας φέρνει προ επικίνδυνων αδιεξόδων. Οι σημερινές σιωπηρές πλειοψηφίες πρέπει να αποκτήσουν λόγο στα πανεπιστημιακά έδρανα, είναι ανάγκη να γίνει κοινή συνείδηση πως η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι το στολίδι και όχι η ντροπή ενός εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σήμερα που πολλά πράγματα αναθεωρούνται και αλλάζουν ριζικά είναι η στιγμή να αλλάξει άρδην και αυτό.
               
Το Δεκέμβρη του 2008 γίναμε όλοι μάρτυρες ενός τραγικού περιστατικού. Η δολοφονία ενός νεαρού παιδιού από σφαίρες αστυνομικού όπλου δικαίως κινητοποίησε την αντίδραση όλων μας. Οι συνέπειες και όσα ακολούθησαν είναι γνωστά με το κέντρο της πρωτεύουσας να καίγεται για μέρες και ταραχές να ζουν αρκετές μεγάλες πόλεις. Εντούτοις το οδυνηρό αυτό βίωμα δε νομίζω πως μας έκανε σοφώτερους. Είναι έντονες οι αμφιβολίες για το πώς θα αντιμετωπίζαμε σήμερα συνολικά μια απευκταία παρόμοια περίπτωση. Αυτό που κατορθώθηκε ήταν να στοχοποιηθεί συλλήβδην η αστυνομία και ο ρόλος της εξαιτίας ενός ανεγκέφαλου και να παρασυρθούμε σε ένα διάλογο κωφών για το αν θέλουμε – μετά από όσα ακολούθησαν – μια είτε βίαιη και βάναυση αστυνομία είτε ένα κράτος χωρίς ''μπάτσους''. Αυτό που θέλω να εκφράσω μέσα από τις γραμμές αυτές είναι σε τελευταία ανάλυση ο προβληματισμός πως η δυστυχής εμπειρία το '08 δεν μας έγινε, όπως θυμόσοφα λέει ο λαός μας, μάθημα. Τι είδους αστυνομία χρειάζεται η σύγχρονη δημοκρατία; Διασφαλίζεται η δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα χωρίς αστυνόμευση; Πότε οι κυανόλευκοι ένστολοι  ονομάζονται αστυνομικοί και πότε ''μπάτσοι''; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι κρίσιμα για να καταλήξουμε αν αγαπάμε ή όχι το θεσμό της αστυνομίας. Είναι κρίσιμα και επιβάλλεται να απαντηθούν για να μη γίνεται η αστυνομία σάκος του μποξ κάθε φορά που οι περιστάσεις το σηκώνουν ούτε υποχείριο κάθε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Είναι αναγκαίο ο ρόλος της αστυνομικής δύναμης να γίνει ξεκάθαρος και συγκεκριμένος, σύμφωνος με τα σύγχρονα πρότυπα εκπαίδευσης και κατάρτισης όσο και ανάλογος με τις εντόπιες κοινωνικές ανάγκες. Η έννοια της αστυνόμευσης θέμα κατ εξοχήν αντιμαχόμενων ιδεολογικών άκρων κινδυνεύει αν δεν αποσαφηνιστεί να στείλει σε μια πιθανή δυσάρεστη συγκυρία τη δημοκρατία μας για άλλη μια φορά στο απόσπασμα και να αναζωπυρώσει διχαστικές τάσεις στο κοινωνικό σύνολο.
               

Κλείνοντας τη σύντομη και ενδεικτική αναφορά σ' όλα αυτά τα θέματα που ίσως χρήζουν περαιτέρω σκέψης, συζήτησης, κοινής διαβούλευσης κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα ζήτημα που δεν σχετίζεται με τα παραπάνω , αλλά, ωστόσο, τελευταία η θέση του στην πολιτική ατζέντα είναι ιδιαίτερα περίοπτη. Πρόκειται για ένα ζήτημα του οποίου η έλευση στο πολιτικό προσκήνιο όσο λογική είναι άλλο τόσο είναι και ύποπτη. Και το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από το περιβάλλον. Δεν αμφισβητεί κανείς πως και ο σεβασμός και η προστασία του φυσικού πλούτου πρέπει να είναι πρωταρχική προτεραιότητα κάθε κοινωνίας και λαού αλλά όταν το φαινόμενο της οικολογίας και της πράσινης ανάπτυξης προσλαμβάνει χαρακτήρα παγκόσμιου κινήματος τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
                 
Τα δεδομένα πάνω στα οποία κάθε λαός ξεδιπλώνει την ευαίσθητη περιβαλλοντική συνείδηση διαφέρουν σημαντικά. Χώρες που αφιέρωσαν όλο το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα στην εδραίωση βαριάς βιομηχανίας θωρακίζοντας την οικονομία και την απασχόληση είναι πλέον ελεύθερες να ακολουθήσουν περιβαλλοντικές πολιτικές με συνέπεια και αυστηρότητα. Στον αντίποδα, χώρες, όπως η δική μας, που μέχρι σήμερα κατατρύχονται από μια κρατικοδίαιτη νοοτροπία και οι αναπτυξιακοί παραγωγικοί πυλώνες της είναι ανύπαρκτοι δεν έχουν την ευχέρεια να προσεγγίζουν ουδέτερα το δίλημμα ανάπτυξη – απασχόληση και αειφορία. Στο ζήτημα τούτο παρ’ όλα αυτά εμείς  εμφανιστήκαμε και εμφανιζόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως. Αρχικά κάναμε οργανωτική ενότητα του κράτους κάτι το οποίο διεθνώς, σε ικανοποιητικό βαθμό, αμφισβητείται. Πλάι, δηλαδή, στον τίτλο του περιβάλλοντος στο ομώνυμο υπουργείο προσετέθη και η έννοια της κλιματικής αλλαγής, έννοια που δεν γίνεται δεκτή από σύσσωμη την οικεία επιστημονική κοινότητα η οποία διχάζεται και ως προς την ύπαρξη, αλλά κυρίως ως προς τις αιτίες, το είδος και τη μορφή μιας τέτοιας αλλαγής. Δευτερευόντως, οι δικαστικές μας αρχές επιδεικνύουν όχι σπάνια μια υπερβολική περιβαλλοντική ευαισθησία σε θέματα εγκατάστασης μονάδων οικονομικής παραγωγής ή υλοποίησης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα είτε να αποθαρρύνονται σημαντικές και, πλέον, ζωτικές επενδυτικές προσπάθειες είτε να αυξάνονται υπέρμετρα τα κόστη δημοσίων έργων – και άρα να επιβαρύνεται το δημόσιο – μόνο και μόνο για να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή περιβαλλοντική προστασία.
                
  
Σε θέματα που άπτονται περιβαλλοντικής εμβέλειας δεν μπορούμε, αλλά και δεν πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί. Απαιτείται, ωστόσο, περισσότερος ρεαλισμός παρά ρομαντισμός στις εν λόγω πολιτικές. Τι είναι για μας σήμερα πρώτιστη προτεραιότητα στα σημεία που συγκρούεται η οικονομική μας επιβίωση με την περιβαλλοντική προστασία; Τι αντίκτυπο έχει πραγματικά η πράσινη ανάπτυξη στην οικονομική μας επιβάρυνση; Μήπως είναι πολυτέλεια στη σημερινή συγκυρία να είμαστε ανενδοίαστα οικολόγοι; Διατηρώ αρκετές επιφυλάξεις για το πώς ηχούν τέτοια ερωτήματα σήμερα και θεωρώ πιθανό να εξοργίζουν μερίδα των αναγνωστών. Αυτό που όμως φαίνεται βέβαιο είναι πως πορευόμενοι σ' ένα θολό τοπίο για την ένταση και το εύρος της περιβαλλοντικής προστασίας θα βρεθούμε προ εκπλήξεων όταν μελλοντικά οι στρατιές ανέργων θα κατακλύζουν τους δρόμους από απόγνωση και απελπισία ή όταν για παράδειγμα θα κληθεί το πρώτο νοικοκυριό να πληρώσει φόρο ενεργειακής ακαταλληλότητας επειδή το σπίτι του είναι ενεργειακά ασύμφορο και περιβαλλοντικά επιζήμιο.

Όσο και αν κάποιος ή κάτι πλασματικά και πλαγίως ανελίσσεται και αναδεικνύεται, σε οποιονδήποτε τομέα, έρχεται κάποτε η ώρα που κοιτά κατάματα τον εαυτό του στον καθρέφτη και αντικρίζει ανφάς τη γύμνια του. Τότε το συναίσθημα της πλήρους κατάρρευσης είναι, νομίζω, τρομακτικό. Σήμερα η ελληνική κοινωνία κοιτάζεται, για πρώτη φόρα, με σοβαρότητα στον καθρέφτη των πεπραγμένων της, σήμερα αντιλαμβάνεται πως έχτιζε ένα παλάτι στην άμμο των ψευδαισθήσεων και της αδιαφορίας, σήμερα βιώνει τη απότομη δομική αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης της. Αυτή η κατάρρευση πρέπει να φτάσει ως το τέλος και να γκρεμιστεί καθετί απ όσα μας κράτησαν πίσω όλα αυτά τα χρόνια. Στα ερείπια αυτά θα πρέπει να στήσουμε ορθολογικά, πια, την κοινωνία στην οποία και εμείς και τα παιδιά μας θα ζήσουμε. Το πολιτικό ξαναγίνεται προσωπικό και στο δρόμο αυτό η ιδεολογία και ο ιδεολογικός προσανατολισμός δεν μπορεί να είναι απόντες.
           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου