Του Παναγιώτη Τσιάλα
Τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται –για ακόμη μια φορά- σε αναβρασμό. Καταλήψεις, διαδηλώσεις, Γενικές Συνελεύσεις και συντονιστικά αγώνα βάζουν φωτιά στην τρέχουσα πολιτική agenda του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο εμφανίζεται μάλλον ψύχραιμο στις πρώτες του αντιδράσεις. Η αιτία που πυροδότησε αυτό το ξέσπασμα είναι η κατάθεση των βάσεων διαλόγου για την ανώτατη εκπαίδευση, στις οποίες αποτυπώνονται οι κυβερνητικές θέσεις για το νέο Πανεπιστήμιο, όπως αυτές εξαγγέλθηκαν στην τελευταία σύνοδο των πρυτάνεων στο Ρέθυμνο. Δυστυχώς, με το πέρασμα των ημερών, επιβεβαιώνεται ολοένα και περισσότερο, ότι τόσο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι φοιτητές, όσο και το έμμεσα ενδιαφερόμενο κοινωνικό σύνολο, ελάχιστα έχει ενημερωθεί σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Συγχρόνως, σαν φωτιά σε δάσος, κατέλαβε όλους η ακλόνητη πεποίθηση, πως οι φοιτητές αντιδρούν άνευ λόγου και αιτίας στα σχεδιαζόμενα μέτρα, μάλιστα δε, χωρίς να παρουσιάζουν κάποια συγκεκριμένα και μελετημένα αιτήματα ή προτάσεις. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, κυριάρχησε για πολλοστή φορά η εντύπωση...
...ότι μια ντοπαρισμένη αριστερή μειοψηφία βάζει λουκέτα στα πανεπιστήμια, την ίδια στιγμή που μια δράκα γραφικών πανεπιστημιακών, ασχημονεί στα πλαίσια περιθωριακών και αντιδραστικών πρυτανικών αντι-συνόδων. Ανταποκρίνονται, ομως, στην πραγματικότητα οι ανωτέρω αφορισμοί; Πρόκειται, πράγματι για αδικαιολόγητες κι ακραίες εξαλλοσύνες κάποιων αδιάφορων μικρο-ομάδων, ή μήπως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με βάσιμους φόβους και δικαιολογημένες αντιδράσεις της φοιτητικής και πανεπιστημιακής κοινότητας; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημά προϋποθέτει μια ταχεία κατάδυση στις ρυθμίσεις του προσχεδίου νόμου για την παιδεία.
Πρώτο απ’ όλα, οι προς συζήτηση ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση περιλαμβάνονται σε ένα πολυσέλιδο κείμενο, που επιγράφεται ως «Κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου» και στο οποίο αναπτύσσονται καταλεπτώς οι διαπιστώσεις και οι προτάσεις της Κυβέρνησης, αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο κοινός νους, ένα κείμενο 30 περίπου σελίδων δεν συνιστά ακριβώς «πλαίσιο» διαλόγου, ούτε θέτει απλώς τα θεμέλια του νέου Πανεπιστημίου. Πιο ακριβές θα ήταν να πούμε ότι οι συντάκτες του κειμένου, αφού πρώτα ανήγειραν και διακόσμησαν με κάθε λεπτομέρεια (και σύμφωνα με το γούστο τους) το νέο πανεπιστημιακό οικοδόμημα, εν συνεχεία προσκάλεσαν την Πανεπιστημιακή Κοινότητα να εκφέρει κι αυτή μία γνώμη σχετικά με το χρώμα που πρέπει να προτιμηθεί για το βάψιμο των εξωτερικοών τοίχων. Πώς αλλιώς να αποτιμήσει κανείς την εξαντλητική (εκ των προτέρων) ρύθμιση κάθε ουσιώδους θεσμικής πτυχής του νέου Πανεπιστημίου από την Κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που περιορίζεται στο minimum το ελεύθερο πεδίο για τους αρμόδιους πανεπιστημιακούς φορείς, ώστε να διατυπώσουν κι αυτοί τη δική τους κρίση; Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η βαθιά διείσδυση του κυβερνητικού «πλαισίου» σε ζητήματα που θα έπρεπε να είχαν μείνει ανοικτά για τη συζήτηση που θα επακολουθούσε, παραπέμπει, όχι τόσο σε προσχέδιο διαλόγου, όσο σε προσχεδιασμένο διάλογο. Η διεξαγωγή της όποιας συζήτησης κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, δεν μπορεί παρά να είναι εθιμοτυπική. Είναι σαν να μου εγχειρίζεις έναν πίνακα, ήδη ζωγραφισμένο στο 95% της επιφάνειάς του, ζητώντας μου φιλικά να τον συνδιαμορφώσουμε. Δεν μπορεί, προφανώς με ειρωνεύεσαι.
Και αν μεν ο ζωγράφος των 95% του πίνακα έκανε καλά τα δουλειά του, φιλοτεχνώντας ένα αριστουργηματικό έργο τέχνης, τότε λες «ας πάει στο καλό δεν πειράζει», μέχρι που υποκλίνεσαι με σεβασμό στον καλλιτέχνη. Αν όμως το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα έκτρωμα, τότε εξοργίζεσαι ακόμα περισσότερο, επειδή δεν έγινε δεκτή η ουσιαστική συνεισφορά σου. Πόσο καλλιτεχνική, λοιπόν, είναι η δουλειά που έκανε εν προκειμένω η Κυβέρνηση; Για να το εξακριβώσουμε αυτό θα πρέπει προηγουμένως να εξετάσουμε με προσοχή τις χρωματιστές πινελιές που διαμόρφωσαν τον καμβά της, δηλαδή πρέπει να γνωρίσουμε και εν συνεχεία να αξιολογήσουμε τις ρυθμίσεις του προσχεδίου.
Οι Διοικήσεις των Πανεπιστημίων:
Η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση στα διοικητικά του Πανεπιστημίου συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις πλέον ριζικές μεταβολές. Το ενιαίο διοικητικό όργανο της Συγκλήτου, αντικαθίσταται από δύο άλλα όργανα, με διακριτή σύνθεση και αρμοδιότητες, ήτοι από τη Συνέλευση (που αποτελεί την εξέλιξη της Συγκλήτου) και το Συμβούλιο. Η απόσταση, η οποία χωρίζει από πλευράς σημασίας, τις εξουσίες του Συμβουλίου από τις αντίστοιχες της Συνέλευσης, μπορεί δικαίως να παρομοιαστεί με τη διαφορά εξουσίας μεταξύ δημάρχου και κλητήρα. Όπου κλητήρας, βλέπε Συνέλευση, στην οποία παραμένουν μόνο τα ακαδημαϊκά θέματα (π.χ. κατάρτιση προγράμματος σπουδών ανά εξάμηνο) και όπου δήμαρχος, βλέπε Συμβούλιο, στο οποίο απονέμεται η οικονομική διαχείριση στο σύνολό της (π.χ. η χάραξη της στρατηγικής ανάπτυξης του Ιδρύματος, η έγκριση του προϋπολογισμού και του απολογισμού λειτουργίας, η αξιοποίηση της περιουσίας του Ιδρύματος) καθώς επίσης και η έγκριση, η αναθεώρηση, ο εσωτερικός έλεγχος και η τήρηση του πλαισίου λειτουργίας του Πανεπιστημίου (βλ. Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας, οργανόγραμμα κλπ). Τέλος, μία ακόμα κεφαλαιώδης αρμοδιότητα του Συμβουλίου είναι ότι επιλέγει και παύει τον Πρύτανη από τα καθήκοντά του.
Όπως αντιλαμβάνεσθε, όταν πρόκειται να ιδρυθεί ένα νέο πανεπιστημιακό όργανο και μάλιστα με τέτοιες πρωτοφανείς υπερεξουσίες, το πρώτο πράγμα που ψάχνει κανείς να εντοπίσει είναι, ποια είναι η σύνθεσή του και ποιος ο τρόπος ανάδειξης των μελών του, με άλλα λόγια, ποιοί το ελέγχουν. Όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο κείμενο διαβούλευσης, το Συμβούλιο θα αποτελείται, όχι μόνο από άμεσα εκλεγμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας του Ιδρύματος, αλλά και από εξωτερικά μέλη, τα οποία έχουν διακριθεί σε διάφορους τομείς της επιστήμης, των γραμμάτων, των τεχνών και της ευρύτερης κοινωνίας, και τα οποία επιλέγονται «ως άτομα και όχι ως ex officio εκπρόσωποι φορέων ή οργανισμών».
Τι μας λέει δηλαδή το προσχέδιο; Με απλά λόγια μας λέει ότι το κυρίαρχο όργανο του πανεπιστημίου θα αποτελείται και -άρα- σε μεγάλο βαθμό θα κατευθύνεται από εξωτικούς παράγοντες, μη προερχόμενους από τους κόλπους τους Ιδρύματος, και μάλιστα διορισμένους («επιλέγονται»), με ενδεχόμενο κριτήριο επιλογής τη διάκρισή τους στην κοινωνία (έτσι γενικόλογα). Πρόκειται, ασφαλώς, για πρόδηλη παραβίαση της αρχής του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου Πανεπιστημίου και εξηγώ αμέσως τι εννοώ.
Το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει –ως γνωστόν- δύο σπουδαία, «πλήρως αυτοδιοικούμενα» δημόσια νομικά πρόσωπα: αφενός τα Πανεπιστήμια και αφετέρου τους ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού. Από την άλλη μεριά, η κατοχύρωση της πλήρους αυτοδιοίκησης παρέχει δύο πολύ σημαντικά προνόμια στην αυτοδιοικούμενη μονάδα: αφενός ότι διοικείται εξ ολοκλήρου από τα δικά της όργανα και αφετέρου ότι κατέχει δική της περιουσία. Αφήνοντας, προς το παρόν, στην άκρη το δεύτερο σκέλος, ας καταπιαστούμε λιγάκι με το πρώτο, έχοντας πάντοτε στο μυαλό μας, ότι το ελληνικό Σύνταγμά αντιμετωπίζει τα Πανεπιστήμια, (τη λεγόμενη καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση), περίπου όπως τους ΟΤΑ, δηλαδή την τοπική αυτοδιοίκηση.
Ερωτώ λοιπόν ευθέως: πώς θα μας ακουγόταν, εάν, η Κυβέρνηση ανακοίνωνε έναν σχεδιασμό της, βάσει του οποίου -στο εξής- δίπλα στον αιρετό δήμαρχο ή περιφερειάρχη, θα μπορεί το Υπουργείο Εσωτερικών να διορίζει και μερικά άτομα της επιλογής του, ως δημοτικούς ή περιφερειακούς συμβούλους, διαλεγμένους από τα μητρώα ξένων νομών και δήμων, με κριτήριο ότι έχουν διακριθεί στο επάγγελμά τους ή γενικώς στην κοινωνία; Η οσμή κρατικής επέμβασης στις υποθέσεις του Δήμου, με πρόσχημα τις διακρίσεις των επιλεγέντων προσώπων, θα ήταν ασφαλώς έντονη, με το Υπουργείο να επιχειρεί μέσω διορισμένων από αυτό προσώπων, να υποτάξει την τοπική αυτοδιοίκηση στις επιλογές της κεντρικής διοίκησης. Κάτι αντίστοιχο επίκειται και στα Πανεπιστήμια, με τη διαφορά ότι αρμόδιο για τους διορισμούς θα είναι το Υπουργείο Παιδείας και όχι το Εσωτερικών, ενώ υποτασσόμενος αυτοδιοικούμενος φορέας θα είναι τα ΑΕΙ και όχι οι ΟΤΑ.
Μάλιστα, το νόθο αυτό Συμβούλιο θα είναι αρμόδιο να αναδεικνύει και ένα ακόμα πρόσωπο-κλειδί του Πανεπιστημίου, τον Πρύτανη. Και ενώ στο Συμβούλιο θα έχουν κάποια εκπροσώπηση οι φοιτητές, όπως άλλωστε και το διοικητικό προσωπικό του Ιδρύματος, την ίδια στιγμή καταργείται το δικαίωμα των φοιτητών να μετέχουν άμεσα και καθολικά στην εκλογή του Πρυτάνεως. Το δε ακαδημαϊκό προσωπικό του ιδρύματος, δηλαδή οι καθηγητές μας που δεν θα έχουν αναδειχθεί σε μέλη του Συμβουλίου, θα μπορούν απλώς να διατυπώσουν γνώμη, ως προς το πρόσωπο του πρυτάνεως που επιλέχθηκε (δεν ξέρουμε ακόμα αν θα πρόκειται για απλή ή σύμφωνη γνώμη). Σημειωτέον ότι ο Πρύτανης δεν χρειάζεται πλέον να είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου, στο οποίο θέτει υποψηφιότητα· ακριβέστερα, δεν χρειάζεται να είναι καν καθηγητής σε κάποιο ελληνικό Πανεπιστήμιο, αλλά αρκεί να πρόκειται για καθηγητή Πανεπιστημίου του εξωτερικού.
Με λίγα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι χτίζεται βήμα προς βήμα ένα ντόμινο μεταξύ αναδεικνυόντων και αναδεικνυόμενων οργάνων, με απόληξη την ολοκληρωτική άλωση του αυτοδιοίκητου Πανεπιστημίου από την κεντρική διοίκηση. Τούτο θα συμβεί επιγραμματικά ως εξής:
Α) Το εκλεγμένο όργανο που λέγεται Σύγκλητος, περιορίζεται στα Ακαδημαϊκά ζητήματα.
Β) Το βαρύ όργανο στη λειτουργία του Πανεπιστημίου, δηλαδή το Συμβούλιο, νοθεύεται ως προς τη σύνθεσή του μέσω της παρείσφρησης σε αυτό διορισμένων προσώπων, μη προερχόμενων από τους κόλπους του οικείου ΑΕΙ (εξωτικών).
Γ) Το πρόσωπο κλειδί που καλείται Πρύτανης, αναδεικνύεται αποκλειστικά από το «νόθο» Συμβούλιο, ενώ το άμεσο και καθολικό εκλογικό δικαίωμα των φοιτητών καταργείται, την ίδια ώρα που τα μέλη ΔΕΠ εξοβελίζονται από τη διαδικασία της ψηφοφορίας, περιοριζόμενα στη διατύπωση γνώμης
.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ολοκληρωτική άλωση –πιστέψτε με τη νιώθω έντονα αυτή τη λέξη και δεν σας μιλώ ξύλινα- του αυτοδιοίκητου πανεπιστημίου, μέσα από το έμμεσο «ξήλωμα» των διοικήσεών του.
«Για ποια αυτοδιοίκηση μιλάμε, όταν ο πρύτανης του Πανεπιστημίου ορίζεται έξωθεν;» αναρωτιέται ο πρύτανης του ΑΠΘ Γιάννης Μυλόπουλος και συμπληρώνει «Θα επιλέγεται με διεθνή διαγωνισμό, με προκήρυξη δηλαδή! Οι δύο θεσμοί αυτοδιοίκησης είναι στη χώρα μας ο Δήμος και το Πανεπιστήμιο. Μπορεί δηλαδή στο δήμο να μην έχουμε δημοτικές εκλογές αλλά να επιλέγεται ο δήμαρχος; Για να ψηφιστούν οι διατάξεις αυτές», καταλήγει, «πρέπει να γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος». Εξ ίσου επικριτικός εμφανίζεται και ο Πανεπιστημιακός Ν. Θεοτοκάς, ο οποίος σχολιάζει πικρόχολα: «Στ’ αλήθεια στο διεθνή διαγωνισμό θα έρθουν από το εξωτερικό αποκλειστικά και μόνο οι αποτυχημένοι και κακοπληρωμένοι (διότι ποιος επιτυχημένος επιστήμονας θα έρθει πρύτανης στην Ελλάδα με το 1/3 ή το 1/5 ή και λιγότερο του μισθού που παίρνει στο εξωτερικό;) και από το εσωτερικό οι γνωστοί μας καθηγητές που, σε κάθε κυβερνητικό σχηματισμό πλαισιώνουν, αναποτελεσματικά συνήθως, την κρατική γραφειοκρατία».
Γ. Μυλόπουλος |
Ν. Θεοτοκάς |
Τις απόψεις αυτές μοιάζει μάλιστα να συμμερίζεται το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστιακής κοινότητας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι την δημοσίευση του κειμένου διαβούλευσης διαδέχτηκε ένας ορυμαγδός απορριπτικών και καταδικαστικών ψηφισμάτων από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της χώρας (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, ΕΜΠ, Πατρών, Ιωαννίνων, Κρήτης κλπ). Είναι σαφές πως μία από τις προτάσεις του Υπουργείου που ξεσήκωσε τις πιο οξείες αντιδράσεις των Πρυτανικών Συμβουλίων είναι εκείνη που εισάγει το διορισμένο Συμβούλιο και καθιερώνει τον μη άμεσα και καθολικά εκλεγμένο πρύτανη. Όσο για τις απορριπτικές αποφάσεις των Πρυτανικών Συμβουλίων, με τις οποίες τα μέλη αυτών αρνούνται κατηγορηματικά να συμμετάσχουν σε ένα διάλογο που θα θέτει αυτές τις βάσεις, είμαι της άποψης ότι οι Πρυτάνεις των Ελληνικών ΑΕΙ έπραξαν το ορθό και το αυτονόητο: αρνήθηκαν να διαβουλευτούν περί του εάν ισχύει στην Ελλάδα το Σύνταγμα της Ελλάδας και περί του εάν θα πάψουν τα ελληνικά πανεπιστήμια να είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα και ελεύθερα να θεραπεύουν την τέχνη και την επιστήμη, την έρευνα και τη διδασκαλία.
(συνεχίζεται...)
Επειδή με το συντάκτη είχαμε πολλές διαφωνίες και αντεγκλήσεις το τελευταίο διάστημα, έχω να πω το εξής:
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με κάθε μια λέξη αυτού του κειμένου! Περιμένω τη συνέχεια.
Του συντάκτη του φυγε ο κώλος να γράψει όλο αυτό το κατεβατό, από τις 5 μέχρι τις 8 το πρωί...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ άντε για ύπνο τότε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή ανάλυση. Συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με το σκεπτικό σου για τη Συνέλευση και το Συμβούλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως, να γράψεις και για τις υπόλοιπες πτυχές του κειμένου προς διαβούλευση.
Συμφωνώ σε πολλές από τις διαπιστώσεις του post, αλλά θέλω να ρωτήσω το εξής: Το γεγονός οτι το "πλαίσιο διαλόγου" είναι 30 σελίδες είναι επαρκές επιχείρημα για να χαρακτηριστεί ο διάλογος αυτός (όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος διάλογος) "στημένος και προσχηματικός"?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικη αναλυση και επικεντρωμενη εκει ακριβως που πρεπει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεζη επισημανση:Οταν στον προηγουμενο νομο πλαισιο ξεσηκωθηκε το συμπαν οτι ταχα θα πληρωνουμε συγγραμματα και οτι ταχα μπαινουν οι επιχειρησεις στο πανεπιστημιο και συρθηκε η πανεπιστημιακη κοινοτητα σε μια πρωτοφανη αντιδραση επρεπε καποιοι να καταλαβουν οτι δεν παιρνουν πολυβολο να σκοτωσουν κουνουπι.Τωρα που εχουμε το λιονταρι το οποιο - οπως τουλαχιστον προκυπτει μεχρι στιγμης απο το προσχεδιο - ανατρεπει συθεμελα το καθεστως στην εκπαιδευση να δω πως θα το αντιμετωπισουμε.Ηδη κανενα ΜΜΕ δεν σχολιαζει τις καταληψεις και κανενας δεν αναφερεται στο περιεχομενο των σχεδιαζομενων αλλαγων.θεωρω πως δυστυχως αν δεν παραταθει η ψηφιση του νομοσχεδιου ωστε να το προλαβουν οι επερχομενες πολιτικες εξελιξεις θα περασει νυχτα και χωρις λογοδοσια σε κανεναν αρμοδιο.
@ Π.Τ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλά εξαιρετικό!
@tsougdw
Αν τελειώνοντας την ανάγνωση "όλου αυτού του κατεβατού" -όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε- έμεινες με την εντύπωση ότι ο συντάκτης προσπαθεί να θεμελιώσει το προσχηματικό του διαλόγου στον αριθμό των σελίδων του κειμένου διαβούλευσης, μάλλον πρέπει να το ξαναδιαβάσεις.
εξαιρετική ανάλυση Παναγιώτη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ.Μ.