Σελίδες

12 Νοεμβρίου 2010

Κοινωνικό κράτος στην εποχή του Μνημονίου

Του Σαρίφ Σάττι

Την 6η Μαΐου 2010 άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας μας ενώ ένας ολόκληρος κύκλος έκλεινε με τον πλέον βίαιο και απότομο τρόπο. Ο νόμος 3845/2010 με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»  αποτελεί την πιο κραυγαλέα απόδειξη ότι η χώρα απέτυχε πλήρως να ρυθμίσει τα του οίκου της. Η βιαιότητα των αλλαγών που προβλέπεται στην εν λόγω δανειακή σύμβαση έχει ακολούθως συμπαρασύρει το δημόσιο διάλογο, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος για «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς». Ανεξάρτητα όμως από την πόλωση που έχει δημιουργήσει η υπαγωγή της χώρας μας σε καθεστώς διεθνούς οικονομικού ελέγχου, θα ήθελα να σταθώ σε ένα συγκεκριμένο σημείο: ακούγεται συχνά στα δελτία ειδήσεων (αλλά και σε κάθε μορφής έντυπα και blogs) η άποψη ότι σήμερα «ξηλώνεται το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα» και ότι «καταστρέφεται η κοινωνική συνοχή». Δε νομίζω ότι μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί ένα δυσμενέστατο οικονομικό περιβάλλον λόγω αυξημένων φόρων αφενός και δραστικών περικοπών από την άλλη. Η πολιτική της αυστηρής λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη συνθλίβει τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα και απειλεί με εξαφάνιση τη μεσαία τάξη. Οι εθνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας, περικόπτουν τις κοινωνικές δαπάνες και αυξάνουν τους φόρους. Ακόμη και στις πλούσιες χώρες, το κόστος του κράτους πρόνοιας θεωρείται πλέον υπερβολικά υψηλό. Πέραν αυτών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης σε όλα τα κράτη της ΕΕ και διάφορα think tanks και  οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης προτρέπουν σε περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών.

Ενόψει των ανωτέρω η Ελλάδα καλείται να επανεξετάσει το έως τώρα μοντέλο κοινωνικής πολιτικής που ακολουθούσε. Τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά: η χώρα για χρόνια αναλώθηκε σε ένα συνονθύλευμα άστοχων, υπερκοστολογημένων και κυρίως αναποτελεσματικών πολιτικών που απέτυχαν να... 
...πραγματώσουν αυτό που ο συνταγματικός νομοθέτης αναγορεύει σε θεμελιώδες αγαθό: την αρχή του «κοινωνικού κράτους δικαίου». Είναι λοιπόν παραπάνω από εμφανές ότι σε αυτόν τον τομέα πορευτήκαμε για χρόνια χωρίς ένα συγκροτημένο σχέδιο που να βασίζεται στις πραγματικές ανάγκες και ιδιομορφίες.
  
Για παράδειγμα, τα παραπάνω εντοπίζονται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Δεν επιθυμώ να υπεισέλθω σε τεχνικές λεπτομέρειες (άλλωστε κάτι τέτοιο υπερβαίνει και το γνωστικό μου πεδίο). Θα περιοριστώ λοιπόν σε γενικότερες παρατηρήσεις που κατά τη γνώμη μου καταδεικνύουν τον παραλογισμό του σημερινού πλαισίου. Αρχικά μέχρι σήμερα θεωρούσαμε βασικό πυλώνα της νομοθεσίας που αποβλέπει στην προστασία της οικογένειας, την πρόωρη συνταξιοδότηση των εργαζόμενων γυναικών με παιδί. Τα ηλικιακά όρια λοιπόν για την έξοδο από την εργασία ήταν τα 50 χρόνια για μειωμένη σύνταξη και τα 55 για πλήρη. Σύμφωνα λοιπόν με το σημερινό σύστημα που στερείται κάθε λογικής, μια εργαζόμενη γυναίκα κατά το χρόνο του τοκετού δε λαμβάνει ουσιαστική βοήθεια από το κράτος, στη συνέχεια, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, οι γονείς βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανυπαρξία στοιχειωδών κοινωνικών δομών (όπως παιδικοί σταθμοί κτλ) και ως επιστέγασμα των ανωτέρω το κράτος επιτρέπει την πρόωρη συνταξιοδότηση μετά από χρόνια «για κοινωνικούς λόγους». Έτσι καταλήγουμε στο άτοπο να δίνεται ελεύθερος χρόνος για την ανατροφή των παιδιών… αναδρομικά! Αυτό το σύστημα ούτε δίκαιο είναι, ούτε αποτελεσματικό και επιπλέον –προς επίρρωσιν των νεοφιλελεύθερων κραυγών- επιβαρύνει υπέρμετρα τα ασφαλιστικά ταμεία. Μάλιστα με τις καινούργιες ρυθμίσεις των νόμων 3863 και 3865 η αδικία επιτείνεται έτι περαιτέρω. Όλα αυτά ισχύουν ενώ η οικογένεια, η μητρότητα και η παιδική ηλικία «τελούν υπό την προστασία του Κράτους» σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ύπαρξη ξεχωριστών ταμείων για διάφορες κατηγορίες μισθωτών που διακρίνονται σε «εύρωστα» και «υπερχρεωμένα» και δημιουργούν ασφαλισμένους δύο ταχυτήτων. Σε αυτό συντείνει και η ύπαρξη του θεσμού των περιβόητων «κοινωνικών πόρων» προς διάφορα ταμεία. Το νέο σύστημα μετά την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, όχι μόνο διατηρεί πολλές από αυτές τις ανισορροπίες αλλά επιφέρει και δραστική μείωση του ύψους των συντάξεων.


Πολύ σημαντικός επίσης τομέας του κοινωνικού κράτους είναι ο χώρος της Υγείας. Είναι όμως γνωστό το χάος που δυστυχώς επικρατεί και εκεί. Στην Ελλάδα αναλογεί ένας γιατρός σε κάθε 185 πολίτες, ενώ στην Ευρώπη ο μέσος όρος είναι ένας σε κάθε 350. Παρόλα αυτά παρατηρούνται ελλείψεις ακόμα και σε βασικές ειδικότητες. Οι συνολικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 9,6% του ΑΕΠ, ποσοστό υψηλότερο από το 8,9% που ισχύει για τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Ούτε όμως ο πιο βερμπαλιστής Υπουργός Υγείας (και υπήρξαν πολλοί τέτοιοι) δε θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι απολαμβάνουμε καλύτερες υπηρεσίες υγείας από τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ! Άλλωστε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης του ΟΟΣΑ “Health at a glance” οι υψηλές δαπάνες για την υγεία δεν συνεπάγονται απαραιτήτως υψηλή ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι υπάρχουν χιλιάδες χρήστες ουσιών, οι οποίοι περιμένουν στις λίστες αναμονής του ΟΚΑΝΑ για χορήγηση υποκατάστατων για πολλά χρόνια.

Ξαναγυρνάμε λοιπόν στο κοινωνικό κράτος στην εποχή του Μνημονίου. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για δημοσιονομική προσαρμογή οι δαπάνες του προϋπολογισμού περικόπτονται ανεξάρτητα από την κοινωνική σκοπιμότητά τους και κάθε κρατικό έξοδο αντιμετωπίζεται απλώς σαν μεταβλητή μιας δυσεπίλυτης εξίσωσης. Η παντοδυναμία των αγορών έχει εκφυλίσει την αξία του ατόμου θέτοντάς το σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την οικονομική ορθοδοξία. Σε κάθε πάντως περίπτωση θα απέφευγα να υπερασπιστώ το προηγούμενο κοινωνικό μοντέλο καθώς ο μέχρι τώρα τρόπος λειτουργίας του κάθε άλλο παρά ικανοποιητικός ήταν. Σίγουρα στα νομοθετικά κείμενα κατοχυρώνεται με έντονα μαξιμαλιστικό τρόπο το κοινωνικό κράτος, αλλά από εκεί και πέρα;

Στην Ελλάδα η αντίληψη περί κοινωνικού κράτους περιορίστηκε σε μια παράλογη πρακτική μεταβιβαστικών πληρωμών χωρίς καμία κοινωνική στόχευση και προηγούμενες μελέτες κόστους-οφέλους. Το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ η διάθεση χρημάτων προς κοινωνικές πολιτικές, αλλά το πώς αυτά αξιοποιήθηκαν. Άλλωστε υπάρχουν κράτη που με λιγότερα χρήματα εξασφαλίζουν καλύτερο επίπεδο προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Έτσι η άνευ όρων αύξηση της ροής χρημάτων προς κοινωνικές πολιτικές δεν είναι πανάκεια. Σήμερα απαιτείται η ορθολογικότερη αξιοποίησή τους.

Δεν αποτελεί πρόθεση του γράφοντος να παρουσιαστεί ως απολογητής των περικοπών που συντελούνται σήμερα· αντίθετα το κείμενο αυτό (το πρώτο μου σε αυτό το ιστολόγιο) αποβλέπει απλώς στο να αποκαταστήσει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Ως οπαδός της κοινωνικής διάστασης του κράτους θεωρώ ότι αδικούμε τις έννοιες με το να απονέμουμε τον τίτλο του «κοινωνικού», ελαφρά τη καρδία, σε πολιτικές παροχών που κατά μεγάλο βαθμό λειτούργησαν ως κομματικό εργαλείο εξαγοράς ψήφων. Εξάλλου το Σύνταγμα προβλέπει πολλά ακόμα κοινωνικά δικαιώματα για τα οποία δεν έχει γίνει ποτέ μνεία στο δημόσιο λόγο: την προστασία του γήρατος, της αναπηρίας, των ανιάτως πασχόντων κτλ. Δυστυχώς παρατηρούμε ότι οι δήθεν υπέρμαχοι του κοινωνικού κράτους κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να εκφράζουν μόνο αιτήματα «εισπρακτικού» χαρακτήρα· γιατί άραγε η περικοπή κατά 10% ενός επιδόματος να εξοργίζει περισσότερο από το γεγονός ότι οι συμπολίτες μας με κινητικά προβλήματα ή προβλήματα όρασης δεν μπορούν να μετακινηθούν στην ίδια τους τη γειτονιά λόγω κακών -ή ανύπαρκτων- υποδομών;


Κινδυνεύοντας να υποκύψω στον πειρασμό των κλισέ θέλω να κλείσω το κείμενο αυτό καταλήγοντας ότι αυτή η πρωτοφανής κρίση θα πρέπει να αποτελέσει την θρυαλλίδα για μεγάλες αλλαγές σε αυτόν τον τόσο σημαντικό τομέα του κράτους που, δυστυχώς, αφέθηκε στη μοίρα του. Οι κυβερνώντες δεν θα πρέπει να επιτρέψουν, με αφορμή την ανάγκη δραστικών περικοπών, να εκλείψει κάθε δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Αντιθέτως σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες θα πρέπει να υπάρξει πλήρης αναμόρφωση του έως τώρα συστήματος ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό. Γιατί οι παρατηρήσεις και η κριτική που δεν μετουσιώνονται σε πολιτική πράξη δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από τη γκρίνια και την ισοπέδωση των πάντων που δηλητηριάζουν χρόνια τώρα το δημόσιο λόγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου