Σελίδες

30 Απριλίου 2011

Ο διάλογος των τριών

Του Παναγιώτη Τσιάλα

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (res publica), ο αστικός νόμος των Ρωμαίων επέβαλλε στον πωλητή μιας κτηματικής περιουσίας, να αποκαλύπτει στους υποψήφιους αγοραστές της όλα της τα ελαττώματα που του ήταν γνωστά. Η προϊσχύουσα Δωδεκάδελτος ήταν λιγότερο απαιτητική: κατοχύρωνε μόνο τις ειλικρινείς απαντήσεις στις ρητές ερωτήσεις του αγοραστή, και σε περίπτωση κακής πίστης, καταδίκαζε τον πωλητή σε μια χρηματική ποινή διπλάσια του ποσού της βλάβης που προκλήθηκε εξ αιτίας του ψεύδους. Ωστόσο, οι νομικοί της εποχής διαμόρφωσαν με τον καιρό την πεποίθηση, ότι έπρεπε να τιμωρούνται και οι πωλητές, που αποσιωπούσαν τα ελαττώματα, για τα οποία δεν είχαν διόλου ερωτηθεί. Με τον τρόπο αυτό, αποκρυσταλλώθηκε μια δικαιϊκή ρύθμιση αλλά και μια ηθική στάθμιση, σύμφωνα με την οποία ο πωλητής ελαττωματικού πράγματος θεωρούνταν υπεύθυνος για όλα τα ελαττώματα, για τα οποία δεν είχε κάνει καμία δήλωση προς τον αγοραστή.

Επανεκτιμώντας σήμερα τη συγκεκριμένη στάθμιση, μας δίνεται η ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι...

...οι ηθικές αξιολογήσεις που υιοθετήθηκαν από τους νομομαθείς της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας δεν είναι καθόλου αυτονόητες. Για ποιό λόγο άραγε να υποχρεώνεται ο πωλητής να αποκαλύπτει το παραμικρό ελάττωμα του πωλούμενου πράγματος, την ίδια ώρα που ο αγοραστής αναπαύεται βολικά πίσω από την ασπίδα του νόμου, απηλλαγμένος πλήρως από το στοιχειώδες καθήκον του να υποβάλει σε έλεγχο το αντικείμενο της συναλλαγής; Και πώς είναι δυνατόν να "τρέξουν" οι συναλλαγές και το εμπόριο, όταν οι πωλητές υποχρεούνται να κακολογούν το εμπόρευμά τους;

Το ζήτημα των ορίων της ευθύνης του αγοραστή και του πωλητή ελαττωματικού πράγματος φαίνεται ότι αποτέλεσε αντικείμενο οξύτατης διαμάχης μεταξύ του Διογένη του Βαβυλώνιου, ενός από τους πιο έγκριτους φιλοσόφους της Σχολής του Ζήνωνα, και του Αντίπατρου, μαθητή του Διογενή και ανθρώπου με πνεύμα ιδιαίτερα οξύ. Την αφορμή για το συγκεκριμένο φιλοσοφικό διάλογο προσέφεραν τα ακόλουθα δύο παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο: Ένας έμπορος, που αναχωρεί από την Αλεξάνδρεια, φέρνει σιτάρι στη Ρόδο, όπου ο λαός λιμοκτονεί. Την περίοδο αυτή, έχει ενσκήψει σιτοδεία στην πόλη, με αποτέλεσμα η αγορά και παράδοση του σιταριού να είναι εξαιρετικά δαπανηρή σε σχέση με τα συνηθισμένα. Ο έμπορος αυτός γνωρίζει ότι και άλλα πλοία με το ίδιο φορτίο πρόκειται να καταπλεύσουν ευθύς αμέσως στη Ρόδο. Τα συνάντησε στη θάλασσα. Οφείλει να το πει ή μήπως πρέπει να σιωπήσει, για να πουλήσει σε υψηλότερη τιμή;

Στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο Αντίπατρος απαιτεί από τον έμπορο μια τέτοια ειλικρίνεια, ώστε ο αγοραστής να μην αγνοεί τίποτε από αυτά που γνωρίζει ο πωλητής. Ο Διογένης από την άλλη, υποστηρίζει ότι αρκεί ο πωλητής να κάμει αυτό που του επιβάλλει ο νόμος για τα ελαττώματα του πράγματος και να σιωπήσει ως προς τις λοιπές περιστάσεις, ούτως ώστε να πουλήσει το εμπόρευμα σε πιο πλεονεκτική τιμή. "Σας φέρνω το σιτάρι και το εκθέτω για πώληση. Δεν το πουλάω ακριβότερο από τους άλλους. Η αγορά είναι ελεύθερη. Ποιόν βλάπτω;"


"Τί λέτε;", απαντά ο Αντίπατρος. "Δεν είστε υποχρεωμένος να θέλετε το καλό των ανθρώπων; Δεν υπάρχει ο φυσικός νόμος; Δεν αποκτήσατε τη ζωή σας με τον όρο να αναζητείτε και να συντονίζετε το ατομικό σας συμφέρον με το γενικότερο; Πώς λοιπόν πιστεύετε ότι βρίσκεσθε εν δικαίω, όταν κρύβετε από τους Ροδίους αυτο που πρέπει να γνωρίζουν;"

Για να λάβει την απάντηση από το Διογένη ότι, μεταξύ του να πούμε κάτι ή να το αποκρύψουμε υπάρχει διαφορά. "Ποιά μομφή θα είχατε να μου αποδώσετε, επειδή δεν σας είπα ποιά είναι η φύση των θεών ή σε τί συνίσταται το υπέρτατο αγαθό, γνώση πολύ πιο σπουδαία από την αφθονία του σιταρίου ή τη σιτοδεία;". Εν ολίγοις: δεν είμαι υποχρεωμένος να σας αποκαλύψω κάθε τί που θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζετε.

"Με συγχωρείτε", απαντά ο Αντίπατρος, "είστε υποχρεωμένος προς τούτο, εάν συλλογιστείτε ότι υπάρχει μια φυσική κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων". "Δεν το ξεχνώ", συνεχίζει ο Διογένης, "όμως η κοινωνία δεν απαιτεί από τα πρόσωπα να μην αποκτούν τίποτα δικό τους, γι΄αυτό επιτρέπεται και η πώληση!".

Ο διάλογος κορυφώνεται με την παρουσίαση του δεύτερου παραδείγματος: Ένας έντιμος άνθρωπος πωλεί ένα σπίτι με ορισμένα ελαττώματα, τα οποία μόνον αυτός γνωρίζει. Το σπίτι θεωρείται υγιεινό, ενώ ο αερισμός του είναι κακός. Υπάρχουν φίδια σε όλα τα δωμάτια, οι τοίχοι του είναι χτισμένοι με άσχημα υλικά και γενικώς κινδυνεύει να καταρρεύσει. Μπορεί, άραγε, να κατακριθεί ο πωλητής, όταν δεν κάμει γνωστές αυτές τις ιδιορρυθμίες, με απώτερο στόχο να πουλήσει σε μία τιμή, που ούτε ο ίδιος δεν θα τολμούσε να ελπίζει;

"Χωρίς αμφιβολία!", απαντά ο Αντίπατρος. "Οι Αθηναίοι παρέδιναν σε δημόσια αποδοκιμασία αυτόν που αρνιόταν να δείξει το δρόμο σ' έναν πλανώμενο άνθρωπο. Δεν είναι, άραγε, το ίδιο πράγμα ν' αφήνουμε σε πλάνη αυτόν που αγοράζει, για να μην πω ακόμη χειρότερο; Και τούτο διότι, όχι μόνο δεν του γνωστοποιούμε την πλάνη του, αλλά και τον προσκαλούμε να ενεργήσει προς ορισμένη κατεύθυνση". Σε αυτό ο Διογένης απαντά καίρια: "Είσαστε υποχρεωμένος να αγοράσετε χωρίς καμία αντίρρηση; Βάζω για πώληση ένα πράγμα που δεν μου κάνει, αγοράζετε ένα πράγμα που το θέλετε! Σε τί μπορεί να εξαπατήσει εκείνος που πουλάει, όταν το πράγμα υποβάλλεται στην κρίση του αγοραστή; Αν δεν εγγυώμαστε για κάθε τί που λέμε, είναι δυνατόν να εγγυηθούμε γι' αυτά που δεν λέμε; Αντιλαμβανόμαστε τίποτε πιο ανόητο από έναν έμπορο που θα περιέγραφε το εμπόρευμά του και θα φώναζε δημόσια 'παλιόσπιτο για πώληση' ;"


Στο διάλογο αυτό αποφάσισε (κάμποσα χρόνια αργότερα) να αναμειχθεί ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, υπογραμμίζοντας, με τη σειρά του, ότι η σιωπή δεν είναι πάντοτε προσποίηση αλλά λαμβάνει αυτόν τον χαρακτήρα, στις περιπτώσεις που αποβαίνει συμφέρουσα για τον σιωπήσαντα. Κατά τον Κικέρωνα, ο πωλητής που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι ένας άνθρωπος ανοικτός, πιστός και δίκαιος αλλά μάλλον άνθρωπος δόλιος, σκοτεινός και υποκριτής, σχεδόν απατεώνας. Μάλιστα, διαβαθμίζοντας σε δύο τάξεις τη συναλλακτική ανεντιμότητα, ο Ρωμαίος ρήτορας διερωτάται: "αν είμαστε ένοχοι να πούμε κάτι που αποκρύψαμε, τότε ποιά κρίση ταιριάζει σε αυτούς που μας εξαπατούν με απατηλά λόγια;". Για να θέσει, εν συνεχεία, υπόψιν του αναγνώστη τα διατάγματα του δημάρχου Ακουίλιου (lex aquillia), σύμφωνα με τα οποία "δόλος είναι να δημιουργείς την εντύπωση ότι κάνεις ένα πράγμα ενώ κάνεις το άλλο". Επομένως, κατά τον "καθαρό και έντιμο" ορισμό του Ακουίλιου, δόλος είναι η προσποίηση και η παραποίηση.

Ιδού το παράδειγμα που επικαλείται ο Κικέρων, θέλοντας να δώσει σάρκα και οστά στην επιχειρηματολογία του: 

Οι αγορανόμοι διέταξαν κάποτε τον Κλαύδιο Κεντούμαλο, ιδιοκτήτη μιας οικίας στο λόφο Κέλιο, να κατεδαφίσει ένα μέρος της, του οποίου το ύψος υπερέβαινε το ύψος του Καπιτωλίου. Αυτός, τότε, πούλησε το σπίτι και αγοραστής του έγινε ο Καλπίνιος Λανάριος. Ασφαλώς, ο ίδιος περιορισμός ίσχυσε και για το νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Ωστόσο, βλέποντας ότι ο δικαιοπάροχός του δεν διαμόρφωσε την πρόθεση να πουλήσει το σπίτι, παρά μόνον αφότου έλαβε γνώση της διαταγής των αγορανόμων, τον κατήγγειλε στη δικαιοσύνη για παράβαση της συμφωνίας, στην οποία υποσχόταν να ενεργήσει με καλή πίστη. Η υπόθεση κρίθηκε από τον Μ. Κάτωνα και η απόφαση που εκδόθηκε καταδίκασε τον Κλαύδιο σε αποζημίωση, διότι κράτησε μυστική τη διαταγή των αγορανόμων. Κατά κάποιον τρόπο, ο δικαστής έκρινε ότι, σύμφωνα με την καλή πίστη, ο αγοραστής εξαπατήθηκε από ένα ελάττωμα που ήταν γνωστό στον πωλητή. 


Στηριζόμενος σε αυτά, ο Κικέρων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν αυτή η δικαστική κρίση είναι δίκαιη, τότε η σιωπή του εμπόρου του σιταριού και αυτού που πουλάει ένα σπίτι με ελαττώματα δεν μπορεί καθόλου να συγχωρηθούν. Γιατί, ναι μεν ο νόμος δεν μπορεί να απαριθμήσει όλα τα είδη "παγιδευτικών" και αντισυναλλακτικών συμπεριφορών, πλην όμως αποκρούει επιμελώς αυτες που δεν βρίσκονται στην έννοιά του. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν μια συγκεκριμένη κακόπιστη συμπεριφορά δεν αντιμετωπίζεται τυπικά από τους αστικούς νόμους, ακόμα και αν η παραφθορά των εθίμων την αποδέχεται στην καθημερινή χρήση, εν τούτοις -επισημαίνει ο άνθρωπος που αποκάλυψε τη συνωμοσία του Κατιλίνα- η φιλοσοφία δεν εμποδίζεται να παρακολουθήσει το ζήτημα στην καρδιά του και με όπλα της τη λογική και τη μόρφωση, "να βάλει κατά παντός είδους παγίδων, παραποίησης και απάτης".

Η δημόσια αντιπαράθεση για την ακριβοδίκαιη κατανομή της νομικής ευθύνης μεταξύ του πανούργου πωλητή, ο οποίος σκοπίμως αποκρύπτει το ελάττωμα, και του επιπόλαιου αγοραστή, ο οποίος ελέγχει πλημμελώς το πράγμα, μοιάζει προς το παρόν να έχει καταλαγιάσει και κατασταλαξει σε στέρεα πορίσματα. Απεναντίας, η υποδόρια διαμάχη για την απόδοση της ηθικής μομφής στο ένα από τα δύο μέρη μαίνεται ασίγαστη μέχρι και σήμερα. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι απόλυτα το πρόταγμα που προβάλλει ο Διογένης: "Όταν το πράγμα δύναται να υποβληθεί στην κρίση του αγοραστή, κανείς άλλος δεν ευθύνεται για τον επιπόλαιο έλεγχο παρά μόνον ο ίδιος". Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι τα ηθικά πρωτεία πρέπει να απονεμηθούν στη στάση που υιοθετεί ο Κικέρων, ο οποίος τάσσεται διαρρήδην με το μέρος του αδικημένου αγοραστή και διατρανώνει: "Μη με κάνετε θύμα της εμπιστοσύνης μου για εσάς..." 

*Βλ. Μ. Τ. Κικέρων, Περί καθηκόντων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997 (Βιβλίο Τρίτο)

1 σχόλιο:

  1. " Και πώς είναι δυνατόν να "τρέξουν" οι συναλλαγές και το εμπόριο, όταν οι πωλητές υποχρεούνται να κακολογούν το εμπόρευμά τους; "

    σχετικά με αυτό, νομίζω πως ακριβώς με σκοπό την επιτάχυνση της ανταλλαγής αγαθών είναι που ο πωλητής έπρεπε να υποχρεωθεί σε αυτό, το φαινομενικά παράδοξο, δηλαδή να κακολογεί το εμπόρευμά του.
    Διαφορετικά το βάρος της αμφιβολίας του οφειλέτη και φυσικά το κόστος εξονυχιστικού ελέγχου θα καθίστούσε την συναλλαγή μή συμφέρουσα.
    Το 288ΑΚ για παράδειγμα συνηγορεί σε αυτή την κατεύθυνση όταν επιβάλλει εκπλήρωση της παροχής όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Ο αγοραστής μπορεί να αισθάνεται εμπιστοσύνη πως παρά την οκνηρία του θα δικαιωθεί ίσως σε περίπτωση εξαπατήσεώς του, έτσι του παρέχεται ένα κίνητρο προς την κατεύθυνση της δραστηριοποίησής του στην αγορά.
    Πάντως ειναι εντυπωσιακό οι αντιπαραθέσεις και πόσο πίσω στο χρόνο βρίσκονται, μέσα σε δύο λέξεις όπως Καλή Πίστη. Πολύ ωραίο το άρθρο Παναγιώτη.
    Βασίλης Μαμαλούκας

    ΑπάντησηΔιαγραφή