Σελίδες

12 Νοεμβρίου 2009

Σχόλιο για τα νέα ποινικά μέτρα περί κουκούλας…




Με αφορμή την εξαγγελία της νέας κυβέρνησης ότι θα καταργηθεί ο νόμος που προβλέπει την ποινικοποίηση της κουκούλας ως επιβαρυντικής περίστασης, αναδημοσιεύουμε άρθρο του Παναγιώτη Τσιάλα, που δημοσιεύτηκε αρχικά (τέλη Ιουλίου) στην τοπική Μεσσηνιακή εφημερίδα «Ελευθερία», με αφορμή την τότε θέσπιση του νόμο:

Σχόλιο για τα νέα ποινικά μέτρα περί κουκούλας…

Τα θλιβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου αλλά και η ογκούμενη προβολή θεμάτων σχετικών με την όξυνση της εγκληματικότητας από τα κεντρικά δελτία των ΜΜΕ συνέβαλαν καταλυτικά στην καλλιέργεια ενός γενικότερου κλίματος φόβου, ο οποίος επέτεινε το ήδη διάχυτο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας και δυνάμωσε τη λαϊκή απαίτησης για λήψη μέτρων θεραπείας. Κάπως έτσι άνοιξε ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη δημόσια ασφάλεια, ο οποίος κατέληξε στην κατάθεση και ψήφιση νομοσχεδίου με ποικίλα αντικείμενα ρύθμισης και την υπόσχεση για πρόσθετα μέτρα στο άμεσο μέλλον (φαινόμενο λαθρομεταναστών, χρήση κουκούλας στις διαδηλώσεις, άρση απορρήτου επικοινωνιών για κακουργήματα, έναρξη λειτουργίας καμερών κ.α.).
Ειδικότερα όσον αφορά στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου περί κουκούλας, η συζήτηση στο κοινοβούλιο ανέδειξε τρεις διαφορετικές τάσεις/απόψεις, καθεμία από τις οποίες συνοδεύτηκε από τη σχετική επιχειρηματολογία: Η κυβερνητική και υπερισχύσασα άποψη επί του ζητήματος τάχθηκε υπέρ της αναγωγής της χρήσης κουκούλας κατά την τέλεση εγκλημάτων σε «επιβαρυντική περίσταση»: Εν άλλοις λόγοις, εκείνος που καταστρέφει ξένη περιουσία φορώντας κουκούλα θα τιμωρείται στο εξής αυστηρότερα από εκείνον που πράττει ακριβώς το ίδιο χωρία κουκούλα. Η δεύτερη άποψη (ΛΑΟΣ) προχωρούσε ένα βήμα πιο πέρα αξιώνοντας την αναγόρευση της χρήσης κουκούλας κατά τις δημόσιες συναθροίσεις σε ιδιώνυμο έγκλημα. Δηλαδή, αρκεί η απλή παρουσία ενός ατόμου που φοράει ή απλώς φέρει κουκούλα σε μία δημόσια διαδήλωση, για τη σύλληψή του. Το τρίτο ρεύμα (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) βρέθηκε στον αντίποδα των προτεινόμενων μέτρων, θεωρώντας τα επικοινωνιακά και αλυσιτελή, σε τελειωτική κρίση απειλητικά για τα ατομικά δικαιώματα.
Πριν αναφερθούμε στα προτεινόμενα –ήδη ψηφισθέντα- μέτρα, είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε από μία γενικότερη διαπίστωση, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως άξονας της προβληματικής μας. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι η ελευθερία και όχι η στέρηση αυτής. Η διαπίστωση αυτή δεν καταγράφει απλώς ένα φιλοσοφικό αξίωμα αλλά εκφράζει πλέον μια νομική πραγματικότητα, όπως αυτή έχει κατοχυρωθεί σε σειρά άρθρων του ελληνικού Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας. Η αρχή αυτή διασφαλίζει ότι ο κανόνας στις ανθρώπινες σχέσεις και στην κοινωνική ζωή είναι η ελευθερία δράσης και όχι η απαγόρευση. Τούτο ασφαλώς δε σημαίνει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας μέσω της πρόβλεψης ποινών ή άλλων μορφών κυρώσεων είναι απαγορευμένοι. Ίσα – ίσα που σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιορισμοί αυτοί είναι επιβεβλημένοι για τη διαφύλαξη της κοινωνικής ευταξίας. Ωστόσο, σύμφωνα με την «αρχή της ελευθερίας», οι ποινές συνιστούν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της ελεύθερης δράσης και για το λόγο αυτό, εκείνος που τις προτείνει, αξιώνοντας την επιβολή τους οφείλει προηγουμένως να έχει αποδείξει κατά τρόπο ακαταμάχητο ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι αναγκαία και πρόσφορα για την αντιμετώπιση του προβλήματος που υπόσχονται να καταπολεμήσουν. Έτσι, η κλοπή, η φοροδιαφυγή, η ληστεία, η παραχάραξη, η ανθρωποκτονία, η «κουκουλοφορία», τότε και μόνον τότε δύνανται να χαρακτηρισθούν αξιόποινες πράξεις, όταν η Πολιτεία έχει διαμορφώσει την απόλυτη πεποίθηση ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι κοινωνικά απρόσφορες, δηλαδή θέτουν σε κίνδυνο ξένα έννομα αγαθά (π.χ. ζωή, ιδιοκτησία) και επομένως είναι αναγκαίο να παταχθούν.
Μετά από αυτές τις εισαγωγικές επισημάνσεις, μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ζήτημα της τρέχουσας επικαιρότητας, που δεν είναι άλλο από το περιώνυμο νομοσχέδιο περί κουκούλας, για να εξετάσουμε πώς λειτουργεί το ερμηνευτικό σχήμα που προεκθέσαμε στην εν λόγω περίπτωση. Κατά τη γνώμη μου και ακολούθως προς την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της ποινικοποίησης της κουκούλας, η προτεινόμενη επαύξηση του αξιοποίνου για τις παράνομες πράξεις που τελούνται με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δράστη δύναται να βρει επαρκές έρεισμα σε δύο σκέψεις: Πρώτον, η επιβολή αυστηρότερης ποινής είναι απαραίτητη για να αποτρέψει τον επίδοξο κουκουλοφόρο από την τέλεση των οικείων εγκλημάτων και δεύτερον η τέλεση ενός εγκλήματος (π.χ. της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας) με καλυμμένο το πρόσωπο καθιστά δυσχερή την αναγνώριση και σύλληψη του δράστη, επομένως εκείνος που μετέρχεται τέτοιων μέσων για να αποφύγει τη σύλληψη προκαλεί βαθύτερη προσβολή στο έννομο αγαθό από τον κοινό εγκληματία άρα πρέπει να τιμωρείται και αυστηρότερα.
Ως προς το πρώτο επιχείρημα, δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία αντίρρηση στο να διευρύνεται το πλαίσιο ποινής για ένα έγκλημα, εφόσον η Πολιτεία έχει προηγουμένως εξακριβώσει ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι τόσο ισχνή ώστε ουδείς να αποτρέπεται. Ωστόσο, νομίζω ότι επί του παρόντος, η περίπτωση της κουκούλας δεν καταλαμβάνεται από αυτό το σκεπτικό. Στην πραγματικότητα, οι υπεύθυνοι των επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας σπανίως συλλαμβάνονται από τη δημόσια δύναμη, ακόμα δε σπανιότερα παραπέμπονται και τιμωρούνται. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι για την έξαρση της εγκληματικότητας ευθύνεται το επιεικές πλαίσιο ποινής, τη στιγμή που ουδέποτε φροντίσαμε να το εφαρμόσουμε και να καταγράψουμε τα αποτελέσματα σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής; Ακόμη χειρότερα, πώς μπορεί κανείς να προσδοκεί, ότι τα νέα μέτρα θα είναι τελέσφορα, διά της απλής πρόβλεψής τους στο νόμο, δίχως όμως να συνοδεύονται από την αναγκαία επιβολή; Το ζητούμενο, εν προκειμένω, δεν είναι να διαχυθεί στην κοινωνία μία ψευδαίσθηση ασφάλειας μέσω της εξαγγελίας νομικών Παρθενώνων, που ακούν στο όνομα «γενική επαύξηση του αξιοποίνου» (διπλασιασμός, τριπλασιασμός ή και δεκαπλασιασμός ακόμη των ποινών), ενώ την ίδια στιγμή η αντεγκληματική πολιτική θα ακυρώνεται από τη μη εφαρμογή του νόμου. Απεναντίας, το κρίσιμο στοιχείο είναι να επιβληθεί ο ισχύων νόμος και το υπάρχον νομικό πλαίσιο, όταν συντρέχουν όλες οι σχετικές προϋποθέσεις: ήτοι να συλλαμβάνονται οι κουκουλοφόροι όταν τα σπάνε. Η εγκληματική δράση ενισχύεται από την ατιμωρησία και όχι από τις δήθεν ήπιες ποινές. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα για αποτροπή του κουκουλοφόρου μέσω της επιβολής αυστηρότερων ποινών είναι ανεπαρκές και το σχετικό μέτρο πρακτικά άσκοπο, στο βαθμό που δεν θα αλλάξει κάτι στο επίπεδο της (μη) εφαρμογής του νόμου, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν.
Παραμένει όμως και ένα δεύτερο επιχείρημα: εκείνο που θέλει επιβεβλημένη την αυστηρότερη τιμώρηση του κουκουλοφόρου δράστη, διότι αυτός αποκρύπτοντας τα χαρακτηριστικά του καθιστά δυσχερέστερη την αναγνώρισή του. Ομολογώ πως δυσκολεύομαι να αντιληφθώ το συγκεκριμένο σκεπτικό, το οποίο είναι –κατά τη γνώμη μου- και ηθικά αδικαίωτο και λογικά αντιφατικό. Είναι ηθικά αδικαίωτο, διότι αξιώνει την αυστηρότερη τιμώρηση εκείνου που –λόγου χάρη – καίει ένα αυτοκίνητο, εάν κατά την τέλεση της πράξης αυτός φοράει κουκούλα, ωσάν το «ένδυμα» να προστίθεται στην προσβολή του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας ή να καθιστά εντονότερη την κοινωνικό-ηθική απαξία της πράξης που τελείται με καλυμμένο το πρόσωπο. Με κουκούλα ή χωρίς ένα και το αυτό είναι το έννομο αγαθό που πλήττεται: η ξένη ιδιοκτησία. Είναι, όμως, και λογικά αντιφατικό, διότι απειλεί το δράστη με μεγαλύτερη ποινή, εάν διανοηθεί να λάβει μέτρα για να αποφύγει τη σύλληψη. Σαν να απευθύνει η έννομη τάξη προς το δράστη ότι «θα σε τιμωρήσω ηπιότερα, εάν όταν καίς, ή σπάζεις κλπ απέχεις από το να φοράς κουκούλα, ούτως ώστε να μπορώ να σε αναγνωρίζω ευκολότερα και να σε συλλαμβάνω ταχύτερα!». Αλλά φεύ! Αν αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κουκούλα θεμελιώνει επιβαρυντική περίσταση, τότε κατά λογική αναγκαιότητα θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρότερα και ο διαρρήκτης, ο οποίος κλέβει φορώντας γάντια, διότι χωρίς δακτυλικά αποτυπώματα είναι πιο δύσκολο να τα τον αναγνωρίσουμε και να τον συλλάβουμε. Και ακόμη θα πρέπει να αποτελεί επιβαρυντική περίσταση η απαλλαγή από το όπλο του εγκλήματος μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, μιας και έτσι δυσκολεύεται η αστυνομική αρχή να συλλάβει το δράστη. Πόσο αντιφατικά ακούγονται όλα αυτά για να βρουν θέση σε ένα εξορθολογισμένο ποινικό σύστημα…
Ασφαλώς, τα παραπάνω είναι γνωστά και στην ελληνική κυβέρνηση και στους διατάκτες του προγράμματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι εκτιμώ πως έχουν πλήρη επίγνωση της αστοχίας των νέων ποινικών μέτρων. Κι όμως, σπεύδουν να τα ψηφίσουν, και μάλιστα εν τω μέσω του θέρους και στο Τμήμα Διακοπών, κατά παράβαση του άρθρου 72 Παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο απαιτεί συζήτηση και ψήφιση από την Ολομέλεια των νομοσχεδίων που αναφέρονται στην άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Ο λόγος αυτής της κυβερνητικής σπουδής, πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητηθεί στην απεγνωσμένη προσπάθεια της κυβερνώσας παράταξης να ανακτήσει γρήγορα το χαμένο πολιτικό έδαφος και να επανέλθει με αξιώσεις στο στίβο της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Βεβαιότατα, η επιθυμία μιας παράταξης να αναστηλώσει την αξιοπιστία της και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του λαού στο πρόσωπό της είναι και αναμενόμενη και θεμιτή, μόνον –όμως- στο μέτρο που δεν εκδηλώνεται μέσω της αλλοίωσης της συστηματικότητας και της ορθολογικότητας της ποινικής νομοθεσίας, σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και δή δια της θεσπίσεως αμφίβολης αξίας ποινικών μέτρων. Δυστυχώς, το επίμαχο νομοσχέδιο καταγράφει μια πολιτική επιλογή, σύμφωνα με την οποία η πανάκεια εναντίον κάθε μορφής εγκληματικής συμπεριφοράς ανιχνεύεται στην ανακάλυψη του αξιοποίνου ή στην επαύξηση αυτού, στις συμπεριφορές που μέχρι πρότινος είτε θεωρούνταν ανέγκλητες είτε τιμωρούνταν ηπιότερα αντιστοίχως. Το χειρότερο: το όλο νομοθέτημα αποπνέει μια προχειρότητα ως προς το σχεδιασμό, μια αφροντιστία ως προς την συστηματική του ένταξη στην ελληνική ποινική νομοθεσία και γενικότερα μια ανεπάρκεια δικαιολόγησης σε σχέση με την επαύξηση των πλαισίων ποινής για τα κατ’ ιδίαν εγκλήματα, η οποία μοιάζει να έχει υπολογιστεί «με το μάτι» χωρίς να εξετάζονται χωριστά τα κριτήρια για το κάθε ειδικότερο έγκλημα.
Παρά ταύτα, η πλειοψηφία του κοινοβουλίου μίλησε και εκφράσθηκε δια της ψήφου της. Η πολιτική της επιλογή αποτελεί πλέον δημοκρατικά ψηφισμένο νόμο του κράτους και είναι εξ αυτού του λόγου σεβαστή. Όμως, εκείνο που δεν είναι ανεκτό και που το φέρω βαρέως τόσο ως Έλληνας πολίτης, όσο και ως φοιτητής της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι ο στυγνός και ωμός τρόπος, με τον οποίο βιώσαμε για ακόμη μια φορά τον πολιτικό καιροσκοπισμό να παρακάμπτει – για να μην πω να συνθλίβει σαν οδοστρωτήρας- την άποψη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Εδώ και καιρό το Υπουργείο Δικαιοσύνης συνέστησε δύο επιτροπές έγκριτων πανεπιστημιακών και νομομαθών («επιτροπές σοφών») και τους ανέθεσε το εξαιρετικά κοπιώδες έργο της ανασύνταξης του ελληνικού Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κι όμως, την ίδια ώρα που οι δύο επιτροπές εργάζονταν για την αναθεώρηση των Κωδίκων, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έκρινε σκόπιμο να θεσπίσει τα δικά του ποινικά μέτρα και μάλιστα χωρίς να ζητήσει τη γνώμη τους, προφανώς γιατί διέβλεψε την αρνητική τους τοποθέτηση. Η ανάρμοστη αυτή εκπαραθύρωση των πλέον αρμόδιων επί του ζητήματος πανεπιστημιακών καθηγητών και η περιφρόνηση της επίπονης έρευνάς τους και της συστηματικής τους γνώσης, στο βωμό της λήψης μέτρων στο γόνατο της επικαιρότητας αποτελεί τη μεγαλύτερη πληγή που ανέδειξε η σχετική διαδικασία, γιατί επιβεβαιώθηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο η στρεβλή αντίληψη περί κράτους και θεσμών στην Ελλάδα. Δεν θα ήταν υπερβολικό να παρομοιάζαμε τη στάση αυτή του Υπουργού Δικαιοσύνης με μια απόφαση –φερ’ ειπείν- του Υπουργού Εθνικής Άμυνας να αποστεί από το στρατηγικό σχέδιο πολέμου που χάραξε το γενικό επιτελείο των ελλήνων στρατηγών, και κατά τη στιγμή που οι τελευταίοι προετοιμάζουν το σχέδιο δράσης όπως ο Υπουργός τους ζήτησε, εκείνος να προχωρεί στην εκτέλεση δικού του σχεδίου ευελπιστώντας ότι έτσι θα γίνει πιο ευχάριστος στο λαό που θέλει κατά μέτωπο επίθεση και όχι τακτική υποχώρηση. Ωστόσο, αντικειμενικός σκοπός της πολιτικής ηγεσίας είναι να εργάζεται για τον εξορθολογισμό του κράτους και όχι να υποδύεται τον πυροσβέστη των εξάψεων του λαϊκού αισθήματος, κλείνοντας τα μάτι στις δημοσκοπήσεις.
Ολοκληρώνοντας αυτή την εισήγηση, θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά και στις φωνές που ακούστηκαν από μερίδα της αντιπολίτευσης, και οι οποίες αξίωσαν την αναγόρευση της χρήσης κουκούλας σε ιδιώνυμο έγκλημα. Μολονότι η ρητορική δεινότητα τόσο του ειδικού αγορητή του ΛΑΟΣ κ. Μ. Βορίδη, όσο και του προέδρου του κ. Γ. Καρατζαφέρη είναι αναμφισβήτητη, εν προκειμένω δεν κατάφεραν να πείσουν. Πάνω απ’ όλα δεν έπεισαν, διότι η προταθείσα απ’ αυτούς λύση είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτη. Ποινή χωρίς έγκλημα δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται, κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη. Επομένως, η ποινικοποίηση της χρήσης κουκούλας σε μία δημόσια συγκέντρωση καθ’ εαυτήν, χωρίς να συνοδεύονται από κάποια εγκληματική πράξη προσκρούει στη ρητή συνταγματική απαγόρευση και εξ αυτού του λόγου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Ποιο έννομο αγαθό θίγεται και ποιο έγκλημα στοιχειοθετείται, όταν ένας πολίτης κυκλοφορεί με κουκούλα στο πρόσωπο ή στην τσέπη του, χωρίς να προξενεί οποιαδήποτε άλλη βλάβη; Το δε επιχείρημα του αντιπολιτευόμενου κόμματος ότι η σύλληψη των κουκουλοφόρων πριν την τέλεση του εγκλήματος συνιστά δήθεν «προληπτικό μέτρο», γιατί «δεν χρειάζεται να περιμένουμε να τελέσει την πράξη για να τον συλλάβουμε» διαστρεβλώνει και αυτό το γλωσσικό νόημα της έννοιας της πρόληψης. Ως πρόληψη νοείται η λήψη κοινωνικών μέτρων (π.χ. παιδεία) και η διαμόρφωση κοινωνικών συνθηκών τέτοιων (π.χ. κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα κλπ), ώστε ο επίδοξος εγκληματίας να εμποδίζεται από την τέλεση της παράνομης πράξης για λόγους αναγόμενους στον ίδιο κατόπιν διενέργειας ελέγχου που άσκησε ο ίδιος στον εαυτό του και όχι εξαιτίας εξωτερικής επιβολής (π.χ. από την αστυνομία). Απεναντίας, με τη μέθοδο Βορίδη/Καρατζαφέρη, πρόληψη σημαίνει ποινική καταστολή των υπόπτων μελλοντικής διενέργειας εγκλήματος, πριν την τέλεση αυτού (απουσία εγκλήματος) και μάλιστα δίχως εγγυήσεις για τον πολίτη που θεωρείται «ύποπτος». Με άλλα λόγια, η Πολιτεία θα διεισδύει στις σκέψεις των πολιτών, θα αναγνωρίζει τις προθέσεις τους και εν συνεχεία θα τιμωρεί το φρόνημά τους, αφού «δεν χρειάζεται να περιμένουμε να τελέσουν έγκλημα». Δηλαδή, επιστροφή στο φρονηματικό ποινικό δίκαιο των παλαιών εποχών… Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο κ. Βορίδης αγνοεί την αντίθεση του μέτρου που εισηγήθηκε προς το ελληνικό Σύνταγμά, ωστόσο η εμμονή του ΛΑΟΣ σε αυτή την πρόταση και δη η βάπτισή του ιδιωνύμου σε μέτρο «πρόληψης» αναδεικνύει την τάση της εν λόγω παράταξης να υποτιμά τις κατακτήσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων, διατηρώντας ανέπαφο το λαϊκισμό της.
Συμπερασματικά δεν αισθάνομαι ούτε ικανοποιημένος με το περιεχόμενο των νέων μέτρων, ούτε αισιόδοξος για την έκβασή τους. Εν πάση περιπτώσει, την ικανοποίηση των κυβερνητικών εξαγγελιών/υποσχέσεων σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής θα την αξιολογήσουν οι πολίτες, θα την εκτιμήσουν οι εγκληματολόγοι και εξάλλου θα την κρίνει πρόθυμα η ιστορία…

2 σχόλια: