Σελίδες

17 Ιουλίου 2011

Υποκρισίας Εγκώμιον

Του Παναγιώτη Τσιάλα

Το πρωί της περασμένης Τρίτης, η αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου έσφυζε από ζωή. Ακόμα μία τελετή ορκωμοσίας βρισκόταν επί θύραις και το αρχοντικό αμφιθέατρο μοσχοβολούσε Ιούλιο και έξω καρδιά. Μέσα στο χώρο, η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, για να μην πω το παραδοσιακό ελληνικό σόι, βούλιαζε αναπαυτικά στα ανατομικά καθίσματα, αδημονώντας για την ανακήρυξη των νέων πτυχιούχων και διδακτόρων του Τμήματος Χημικών Μηχανικών. Την ίδια ώρα, 27 προπτυχιακοί φοιτητές και 7 υποψήφιοι διδάκτορες περίμεναν υπομονετικά να τους απονεμηθούν και επισήμως οι αντίστοιχοι ακαδημαϊκοί τίτλοι. Η περίσταση επέβαλλε να είμαστε όλοι καλοραμμένοι και σενιαρισμένοι, η δε επτάδα των διδακτόρων αναγκάζονταν να σέρνουν όπως-όπως το βάδισμά τους, μην τυχόν και μπουρδουκλωθούν τα πόδια τους στην ποδήρη υφασμάτινη τήβεννο (για λογάριασε ντροπή!).


Μέχρις εδώ όλα καλά. Αφού ένας αριθμός ατόμων έχει επιλέξει, (δίχως να επιβαρύνει κανέναν), αυτές τις επισημότητες, για να τιμήσει τους προσφιλείς του, αυτού του τύπου η τελετουργία είναι μια καθόλα θεμιτή επιλογή. Τα προβλήματα αρχίζουν γύρω στη μισή ώρα από την είσοδο του κοινού στην αίθουσα τελετών. Τη στιγμή αυτή...


...μια νεαρή κυρία, με ομολογουμένως στραβό περπάτημα, άρχισε να κινείται άτσαλα προς το βήμα, γράπωσε απότομα το μικρόφωνο και απηύθυνε διαταγή (που δε σήκωνε αντίρρηση) προς το πλήθος: ήμασταν υποχρεωμένοι να εγερθούμε παρευθύς, προκειμένου να εισέλθουν και να λάβουν τη θέση τους στην αίθουσα αι σεβασταί πανεπιστημιακαί αρχαί. Νέοι και γέροι, υπακούσαμε πειθήνια στο στρατιωτικό παράγγελμα. Εξ άλλου, αν συμφωνήσουμε ότι η έγερση είναι μια συμβολική χειρονομία που αρμόζει σε δικαστές και δεσποτάδες, τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι εισελθόντες ακαδημαϊκοί συνδύαζαν τη μαθουσάλειο ηλικία αρεοπαγίτη με την ρασοφόρο περιβολή αρχιμανδρίτου.


Εν πάση περιπτώσει, «η συγκεκριμένη ημέρα ανήκε στους τιμώμενους φοιτητές», ως εκ τούτου σε αυτούς οφείλω να εντοπίσω το ενδιαφέρον μου. Και πρώτα-πρώτα στους επτά υποψήφιους διδάκτορες. Ήρθε η ώρα κι η στιγμή ν’ αρχίσει η σεμνή τελετή. Ο αντιπρόεδρος του Τμήματος ηγέρθη και κάλεσε τους επτά να ορκισθούν, υποτονθορίζοντας κάτι προχειρογραμμένες φρασούλες δικής του έμπνευσης (δήθεν στ’ αρχαία ελληνικά). Ακολούθως, η διδάκτωρ με την υψηλότερη επίδοση παρέλαβε την ασπρόμαυρη φωτοτυπία με τον τυπωμένο όρκο και ανέλαβε να εκτελέσει χρέη ομαδάρχη: ήταν το πρόσωπο που θα προπορευόταν, εκφωνώντας κομμάτι-κομμάτι τον όρκο, ενώ οι υπόλοιποι ορκιζόμενοι (ορκισθέντες τους προσφώνησε η κυρία με το στραβό περπάτημα, κι ας μην είχαν ακόμα ορκισθεί) θα έπρεπε να επαναλαμβάνουν τα λόγια ομοθυμαδόν, με την ίδια προθυμία που μια νηοπομπή «τρέχει» πίσω από τη ναυαρχίδα του στόλου. Όλα έμοιαζαν έτοιμα για την κορυφαία στιγμή της τελετής.


Όμως, η διάψευση των προσδοκιών υπήρξε ακαριαία και συντριπτική. Τα νεανικά στόματα των διδακτόρων άνοιξαν διάπλατα και από μέσα άρχισαν να ξεχύνονται ατελείωτοι όγκοι πλήξης σε ακαταλαβίστικα αρχαία ελληνικά. Όπως ήταν αναμενόμενο, το θάμβος του αρχαιοελληνικού λόγου μετά βίας κατάφερε να φθάσει ως την πρώτη σειρά των καθισμάτων, η οποία φιλοξενούσε ακαδημαϊκά πρόσωπα. Όσο για την πίσω ομήγυρη, οι συγκεντρωμένοι συγγενείς και φίλοι των ορκιζόμενων στραβοκαμαρώναμε αμήχανα, δήθεν γοητευμένοι από τα υψηλά αρχαιοελληνικά νοήματα (στην πραγματικότητα μετρούσαμε τα δευτερόλεπτα για τη λήξη της τελετής). Προσωπικώς, είμαι πεπεισμένος ότι ούτε καν οι ίδιοι οι διδάκτορες  δεν εννοούσαν τα εκφωνούμενα αρχαία, για τα οποία έδιναν τον βαρυσήμαντο όρκο τους, εκτίμηση που ενισχύεται από τον αμητό των λεκτικών αμαρτημάτων που ξεστομίστηκαν. Κάπως έτσι, η αντιπρύτανης, από «επινεύουσα» άλλαξε γένος και έγινε «επινεύων», το «προσαγαγείν» της φωτοτυπίας κατάντησε «προσαγάγειν» (ακόμα αναζητείται στα εγχειρίδια της γραμματικής ο εν λόγω τύπος) και πάει λέγοντας…




Με δεδομένη μια τέτοια ανάγνωση, το κύρος των εκφωνούμενων λόγων, ούτως ή άλλως εντελώς διάτρητο από άποψη περιεχομένου και νοήματος, γυμνώθηκε ανηλεώς μπροστά στα μάτια ενός πληθωρικού ακροατηρίου. Αλλά το αρχαιοελληνικό πνεύμα ζωντανό και η συγκίνηση συγκίνηση!


Άλλωστε, η τελετή της ορκωμοσίας δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί – απεναντίας μας επεφύλασσε σημαντικές ακόμα εκπλήξεις: μην ξεχνάτε ότι η συγκεκριμένη ημέρα δεν ανήκε μόνο στους 7 διδάκτορες αλλά και στους 27 τελειόφοιτους της Σχολής. Το τυπικό της ανακήρυξης των πτυχιούχων ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με το αντίστοιχο των διδακτόρων, πράγμα που δεν αποτέλεσε έκπληξη, δεδομένης και της εκπληκτικής απήχησης του τελευταίου. Ο αντιπρόεδρος του Τμήματος επανήλθε θριαμβευτικά στο βήμα, επανέλαβε τα τσαλακωμένα ψευτό-αρχαία του και κάλεσε σε όρκο τους προπτυχιακούς φοιτητές - αυτό το κάλεσμα το απηύθυνε στα νεοελληνικά, μάλλον για να σιγουρευτεί ότι θα καταλάβαιναν τι έλεγε, αυτοί στους οποίους απευθυνόταν (και μαζί με αυτούς και εμείς). Μια μαζεμένη κοπέλα με φούξια δαντελένια πέτα –αυτονοήτως πρώτη στους βαθμούς- ανέγνωσε μεγαλοφώνως τον κάτωθι ανατριχιαστικό όρκο:


Του διπλώματος της πολυτεχνικής σχολής αξιωθείς, όρκον ομνύω προ του Κοσμήτορος της Σχολής και του Προέδρου του Τμήματος και πίστιν καθομολογώ τηνδε.
‘Από του ιερού περιβόλου του σεπτού τούτου τεμένους των μουσών εξερχόμενος κατ’ επιστήμην βιώσομαι, ασκών ταύτην δίκην θρησκείας εν πνεύματι και αληθεία. Ούτω χρήσιμον εμαυτόν καταστήσω προς άπαντας τους δεομένους της εμής αρωγής και εν πάση ανθρώπων κοινωνία αεί προς ειρήνην και χρηστότητα ηθών συντελέσω, βαίνων εν ευθεία του βίου οδώ προς την αλήθειαν και το δίκαιον αποβλέπων και τον βίον ανυψών εις τύπον αρετής υπό την σκέπην της σοφίας.
Ταύτην την επαγγελίαν επιτελούντι είη μοι συν τη ευλογία των εμών καθηγητών και πεφιλημένων δασκάλων, ο θεός εν των βίω βοηθός.’

Δεν είμαι σε θέση να υπολογίσω με ακρίβεια πόσα άτομα από το κοινό κατανόησαν ή ενδιαφέρθηκαν καν να κατανοήσουν το νόημα του εν θέματι όρκου, όμως, αν κρίνω από τη στάση τους στα καθίσματα κατά τη διάρκεια του όρκου, στάση παρόμοια με κουρασμένου πυγμάχου, αμφιβάλλω εντόνως για την τάξη των μεγεθών. Αν και ο ανωτέρω όρκος θεσπίστηκε νομικά ήδη από τις 30 Μαΐου του 1936, ήτοι πάνω από μισό αιώνα πριν και ειδικά για τους φοιτητές της Θεσσαλονίκης, (βλ. άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος «περί όρκου και περί του τύπου του πτυχίου των φοιτητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης»), το περιεχόμενό του βρίθει από προτάγματα και παραινέσεις του μετέπειτα ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Θα αρκεστώ στην αρχαΐζουσα γλώσσα, στις συμβολικές αναφορές σε εντελώς παρωχημένα σχήματα (βλ. "ο ιερός περίβολος του σεπτού" –σιγά! - "τεμένους των μουσών"), στις απαράδεκτες υποσχέσεις των φοιτητών για άσκηση της επιστήμης τους δίκην θρησκείας (!) και τέλος σε αυτό το ανεκδιήγητο «ο Θεός εν τω βίω βοηθός» - όλα εκφωνούμενα με τα δάχτυλα των φοιτητών προτεταμένα στο σχήμα της Αγίας Τριάδος.
 

Κατά τα άλλα, η άκριτη αναπαραγωγή των πιο πάνω λόγων, διαποικιλμένη με τις αναμενόμενες (πλέον) λεκτικές στραβοτιμονιές, έτυχε της ίδιας αμήχανης υποδοχής από το κοινό των νεοελλήνων, οι οποίοι προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα, πλην όμως, αν ποτέ ερωτηθούν σχετικώς, το θεωρούν αδιανόητο ότι είναι απαραίτητη μια προσαρμογή του όρκου στα σύγχρονα δεδομένα ενός νεοελληνικού κοσμικού κράτους. Κοντολογίς: μπορεί μεν να μην σταυρώνουμε ούτε λέξη απ’ όσα ακούσαμε, όμως το αρχαιοελληνικό πνεύμα ζωντανό. Και η συγκίνηση πάντα συγκίνηση…


Και στο σημείο αυτό μπαίνει ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ποιος κοροϊδεύει ποιόν; Δηλαδή: κοροϊδεύουν οι ορκιζόμενοι φοιτητές, οι οποίοι κάνουν τους θρησκευόμενους, ενώ έχουν προ πολλού απολακτίσει κάθε έννοια θρησκευτικής πίστης; Κοροϊδεύουν οι συγγενείς, οι οποίοι παριστάνουν τους συνεπαρμένους από τη σοφία του αρχαιοελληνικού κειμένου, μολονότι οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν γρι από αρχαία; Κοροϊδεύουν οι εκπρόσωποι της πρυτανείας, οι οποίοι ακούν ξανά και ξανά τις στρατιές των αποφοίτων να επαναλαμβάνουν τα ίδια αξιοθρήνητα λεκτικά λάθη (φυσικό είναι), και παρ’ όλα αυτά επιμένουν να τους βάζουν να ορκίζονται σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα; Κοροϊδεύουν, τέλος, οι καθηγητές του Πολυτεχνείου, οι οποίοι καμαρώνουν δήθεν τρισευτυχισμένοι, ενώ στ’ αυτιά τους ακούγονται οι φοιτητές της κατ’ εξοχήν ερευνητικής και εμπειρικής Σχολής της χώρας να ζητούν τα ελέη του Θεού;


Γιατί, λοιπόν, να κοροϊδεύονται όλοι αυτοί; Αφού, μια ολόκληρη κοινωνία έχει αποφασίσει συλλογικά (καθηγητές, διοικητικά όργανα, φοιτητές, συγγενείς) να παριστάνει τους αρχαίους Έλληνες, αυτοκαθρεφτιζόμενη μάλιστα στις χριστιανικές της φαντασιώσεις, εγώ θα πρότεινα να καταργήσουμε την αίθουσα τελετών από χώρο ορκωμοσίας και να μετακινηθούμε ομαδικά σε μια Ιερά Μητρόπολη (από αυτές που επισκεπτόμαστε το τελευταίο τέταρτο πριν την Ανάσταση) ή σ’ ένα αρχαιοελληνικό ανάκτορο (απ’ αυτά που επισκέπτονται μόνο οι αλλοδαποί τουρίστες), για να τελέσουμε εκεί τη σεπτή τελετή. Μάλιστα, θα ήταν εξαιρετική ιδέα αν την ημέρα της ορκωμοσίας διαρρηγνύαμε και τον ανόητο μοντέρνο ρουχισμό μας και όλοι μαζί, φοιτητές, καθηγητές και συγγενείς, επιστρέφαμε (έστω και για μερικές ώρες) στους χιτώνες και τις χλαμύδες, μιας και αποφασίσαμε να μετατρέψουμε το πανεπιστήμιο σε θέατρο σκιών και την τελετή ορκωμοσίας σε καρικατούρα καντρίλιας.

Το φόντο στην αίθουσα τελετών έβριθε και αυτό χριστιανικών παραστάσεων....

Μη με παρεξηγήσετε: δεν έχω τίποτα εναντίον των αποφοίτων Πολυτεχνείου, οι οποίοι αγνοούν τους αρχικούς χρόνους του «τίθημι» ή του «ίημι» (όλοι σχεδόν τους αγνοούμε), ούτε αμφισβητώ το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ούτε την απήχηση και την επιρροή της χριστιανικής θρησκείας σε σημαντικά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Εκείνο, όμως, που με βρίσκει ριζικά αντίθετο είναι το γεγονός ότι -ακόμα και σήμερα- αισθανόμαστε συλλογικά την ανάγκη να ομνύουμε υποκριτικούς όρκους, τους οποίους δεν καταλαβαίνουμε και οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, αντανακλούν τα στρατευμένα πιστεύω ορισμένων κυρίων του 1936. Οι εν λόγω κύριοι άφησαν προφανώς ξεκαπίστρωτη την εκφραστική τους ενόρμηση κι έτσι φλυάρησαν περί θρησκειών, μουσών και τεμένων. Γιατί, δηλαδή, αυτή η πολυλογία τους θα πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για εμάς τους σημερινούς; Αναρωτιέμαι: η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει πια κανένα απολύτως δικό της επίτευγμα να επιδείξει; Τα κούφια μας συναισθήματα έχουν τόση ανάγκη από τη βακτηρία της εξιδανίκευσης των αρχαίου παρελθόντος; Και έπειτα, ποιος είπε ότι μαϊμουδίζοντας παρωχημένους όρκους, δήθεν στ’ αρχαία, τιμούμε την αρχαία παράδοση; Μάλλον την εκφυλίζουμε και τη διακωμωδούμε. Όσο για την ευλογία του Θεού, που μας χρειάζεται για να ασκήσουμε την (θετική!) επιστήμη, τι μπορεί να σχολιάσει κανείς στα σοβαρά;

2 σχόλια:

  1. Μέσα σε μία φράση χώρεσε το αδιαχώρητο: η θρησκεία, το πνεύμα, η αλήθεια. Εάν υπήρχε η απειροελάχιστη συναίσθηση της ιστορικής διαδρομής και διαπλοκής τούτων των εννοιών δεν θα διατυπωνόταν τέτοιο κείμενο. Εκτός εάν πρόκειται για έναν ακόμη σκανδαλιστικό αστεϊσμό των τσιρβελήδων Θεσσαλονικέων, από αυτούς που σκαρώνουν με τόση μαεστρία για να πειράζουν το σύμπαν! Το άρθρο πηγαίνει κατευθείαν γι' ανθολόγηση στο τιτάνιο πόνημα "Περί της των Νεοελλήνων αφασίας". Μπράβο σου για τις εύστοχες παρατηρήσεις.

    Δ. Μανουήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή