Όλοι μας λέμε ότι ζούμε σήμερα σε μία μεταβατική περίοδο για το πολιτικό μας σύστημα, ορισμένοι μάλιστα έχουν ήδη ονομάσει την συγκεκριμένη περίοδο ως «το τέλος της μεταπολίτευσης». Το ερώτημα που τίθεται στη συγκεκριμένη συγκυρία για τους νομικούς και ιδίως του δημοσίου δικαίου είναι το εξής: «Μπορεί το Σύνταγμά μας να στεγάσει αυτή τη μετάβαση, χωρίς να διαρραγεί η ενότητά του στο πεδίο, όπου κατοχυρώνονται τα ατομικά δικαιώματα;». Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να εξετάσουμε είναι η ευδιάκριτη τάση κόπωσης , η οποία εντοπίζεται στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ιδίως του Δ’ Τμήματος), αναφορικά με την κρατούσα αντίληψη περί δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Η διερεύνηση των ανωτέρω ζητημάτων θα γίνει με πλαίσιο αναφοράς το περιεχόμενο της εισήγησης, στην δίκη της προσφυγής του ΔΣΑ και άλλων 32 σωματείων, κατά περισσότερων Υπουργικών Αποφάσεων, οι οποίες εκτελούν τους νόμους 3833/2010 και 3485/2010. Το αίτημα των προσφευγόντων ήταν το ακόλουθο: «Να αναγνωριστεί η αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω νόμων και να ακυρωθούν οι σχετικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες επιβάλλεται η μείωση επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο Τομέα και συνταξιούχων». Η εισήγηση ήταν –ως γνωστόν- αρνητική για τους αιτούντες. Και ενώ η συλλογιστική της απόφασης δεν είναι –κατά τη γνώμη μου- ορθή, παρ’ όλα αυτά, το συμπέρασμα είναι ορθό.
Πίσω από το περιεχόμενο της εισήγησης κρύβονται ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα «τι είναι κοινωνικά και τι είναι ατομικά δικαιώματα». Είναι τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα δεκτικά περιορισμού και σταθμίσεως, μάλιστα δε σταθμίσεως έναντι του γενικού συμφέροντος; Σε αυτά τα ερωτήματα, η αντίληψη που έχει επικρατήσει στη νομολογία του ΣτΕ είναι...
...μία άποψη, η οποία απηχεί την παραδοσιακή θεωρία των συμφερόντων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα δικαιώματα, από τη μία μεριά αντανακλούν συμφέροντα των ανθρώπων και από την άλλη είναι δεκτικά σταθμίσεως με άλλα δικαιώματα και με γενικά συμφέροντα. Είναι δεκτικά, όχι μόνο σταθμίσεως, αλλά και κάμψεως εν ανάγκη, εκτός εάν θίγεται ο πυρήνας τους (ως προς τον πυρήνα ισχύει το απαραβίαστο). Εν προκειμένω η εισήγηση φαίνεται να δέχεται αυτή τη θεωρία με σημείο αναφοράς το περιουσιακό ατομικό δικαίωμα (άρθρο 1 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα, λοιπόν, με την εισήγηση, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στο περιουσιακό δικαίωμα των αιτούντων:
- Υπηρετούν το γενικό συμφέρον (= την αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας)
- Τελούν σε ισορροπία με το γενικό συμφέρον άλλως είναι οι αναγκαίοι προς τούτο
- Δεν θίγουν τον πυρήνα του περιουσιακού δικαιώματος. Ο τελευταίος δεν περιλαμβάνει την αξίωση για σύνταξη ορισμένου ύψους, ούτε δικαίωμα για την απόκτηση περιουσίας. Από την άλλη –συνεχίζει η εισήγηση- ο πυρήνας του περιουσιακού δικαιώματος θα πρέπει να οριοθετηθεί, αφού ληφθεί υπόψη ένα ελάχιστο αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Αυτή είναι η κρατούσα παραδοσιακή θεωρία, την οποία αποδέχεται η εισήγηση. Ωστόσο, η θεωρία αυτή έχει επικριθεί, μεταξύ άλλων, βάσει δύο ευσταθών επιχειρημάτων:
Πρώτον, ξεκινάει από αυτή τη διάκριση μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας και μάλιστα η διάκριση αυτή είναι διαπιστωτική, με την έννοια ότι διαπιστώνουμε εάν συντρέχουν ορισμένες ιδιότητες στην κρινόμενη περίπτωση.
Δεύτερον, επειδή δυσκολεύεται εν τοις πράγμασι να προβεί στη διάκριση αυτή, σιγά-σιγά εγκαταλείπει την έννοια του πυρήνα και διολισθαίνει στη θεώρηση των δικαιωμάτων, ως μορφωμάτων που δεν έχουν, παρά μόνο περιφέρεια, άρα είναι πάντοτε δεκτικά περιορισμού.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, ακόμα και ως προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας, είναι ο τρόπος προσδιορισμού αυτού του απαραβίαστου πυρήνα. Το ερώτημα, εάν έχουμε εξουσία διάθεσης, ως προς την αξίωση για σύνταξη που εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί βάσει ηθικών επιχειρημάτων και αυτό είναι που αρνείται να κάνει η κρατούσα θεωρία, και κατά τούτο η εισήγηση πάσχει.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εισήγηση δεν έχει ακόμα ένα όπλο στη φαρέτρα της, εξ ου και με μεγάλη ευκολία εγκαταλείπει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το οποίο επικαλείται σε πρώτο χρόνο, και στρέφεται σε ένα κοινωνικό δικαίωμα (άλλωστε το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση είναι ένα κοινωνικό δικαίωμα, γι’ αυτό και είναι εύλογη αυτή η στροφή της εισήγησης). Στο σημείο αυτό η παραδοσιακή θεωρία πιθανότατα βρίσκει ένα πολύ σοβαρό αποκούμπι, μια διέξοδο διαφυγής – μπορεί δηλαδή να την βοηθήσει η έννοια του κοινωνικού κεκτημένου: εάν κάτι έχει αναγνωριστεί ως σημαντική ανάγκη του ατόμου, εάν έχει κατακτηθεί η αναγνώρισή του από το δίκαιο, εάν έχει θεσπιστεί -με άλλα λόγια- από το νομοθέτη, τότε δεν μπορεί να καταργηθεί.
Αυτή η θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου νομίζω ότι είναι εσφαλμένη, και μάλιστα βαθιά εσφαλμένη. Έχει υπέρ της ένα σοβαρό επιχείρημα, ένα επιχείρημα δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όμως δεν παύει να προβαίνει σε κάτι ανεπίτρεπτο: ουσιαστικά καθαγιάζει την ισχύ. Καθαγιάζει δηλαδή τον αγώνα, ο οποίος ενδεχομένως να μην είναι δίκαιος. Δεν είναι αναγκαίο ότι κάθε αγώνας είναι δίκαιος, απεναντίας ενδέχεται ένας αγώνας να μη βασίζεται σε δίκαια αιτήματα. Με άλλα λόγια, το ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες είναι θεμιτοί ως άσκηση δικαιωμάτων είναι ένα ζήτημα, άλλο ζήτημα είναι όμως, εάν οι συνδικαλιστικοί αγώνες καταλήγουν πάντα σε ηθικά ευσταθή αποτελέσματα. Δεν έχεις ηθικά δίκαιο, απλώς και μόνο επειδή διαθέτεις την πραγματική ισχύ να διεκδικείς και να πετυχαίνεις όλο και περισσότερο την ικανοποίηση κάποιων αναγκών σου. Ας θυμηθούμε την ιστορία με την επετηρίδα και τους εκπαιδευτικούς: ήταν ηθικά ή δικαιοπολιτικά ευσταθής η πρόσληψη μέσω της επετηρίδας;
Εάν όμως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με αυτόν τον τρόπο η έννοια του πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, τότε όλο το επιχείρημα, έτσι όπως έχει αναπτυχθεί από την παραδοσιακή θεωρία, καταπίπτει και στη θέση του θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο. Πρέπει δηλαδή να σκεφτούμε ορισμένα ηθικά -και μάλιστα αμιγώς ηθικά- επιχειρήματα, ενδεχομένως υπέρ ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου. Και επιχειρήματα τέτοια υπάρχουν. Εγώ μπορώ να σκεφτώ κάλλιστα, ότι οφείλουμε όλοι ως συλλογικότητα, να εξασφαλίζουμε τις ελάχιστες ανάγκες ακόμα και του πιο φυγόπονου τεμπέλη, ακόμα και κάποιου, ο οποίος δεν θέλει να δουλέψει, ακόμα και κάποιου, ο οποίος έχει διαλέξει να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Υπό την έννοια αυτή, αυτός, ο φυγόπονος, ο τζαμπατζής, ο περιθωριακός έχει κοινωνική αξίωση απέναντί μας, να του εξασφαλίσουμε κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις επιβίωσης και αυτονομίας. Γι’ αυτό το ελάχιστο μπορώ κάλλιστα να δεχθώ ότι υπάρχει αξίωση.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο νομίζω ότι η εισήγηση του Συμβουλίου της Επικρατείας κάνει ένα λογικό άλμα. Εγκαταλείπει το μέχρι τώρα επιχείρημά της και δέχεται ότι: «Μπορεί να σταθεί ένα τέτοιο επιχείρημα» και δικαιώνει τις προσβαλλόμενες πράξεις, αποδεχόμενη ότι συντρέχουν ουσιώδη επιχειρήματα υπέρ της μη προσβολής αυτού του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, και τούτο γιατί:
- Γιατί δεν επέρχεται ουσιώδης απομείωση των συνολικών αποδοχών των θιγομένων ομάδων,
- Γιατί εξαιρούνται πολυάριθμες κατηγορίες ιδιαιτέρως σημαντικών επιδομάτων,
- Κυρίως όμως, γιατί λαμβάνεται πρόνοια για ευπαθείς ομάδες
Συμπέρασμα: Η εισήγηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δίνει ορισμένα επιχειρήματα για κάτι, για το οποίο μέχρι τώρα δεν βρίσκαμε με ευκολία. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι κοινωνικού κεκτημένου. Είναι επιχειρήματα τα οποία συνδέονται και απηχούν νομολογία του ΕΔΔΑ αλλά και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Το τελευταίο, με πρόσφατη απόφασή του, δέχεται όχι μόνο ότι υπάρχει αξίωση προς διασφάλιση ενός ελαχίστου κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά αυτή η αξίωση μπορεί να ποσοτικοποιηθεί κιόλας (ενεκάλεσε δε το Κράτος, διότι δεν είχε προβεί στη συγκεκριμένη ποσοτικοποίηση).
Εάν λοιπόν τίθεται ζήτημα μετάβασης σε μια νέα εποχή, μπορούμε ενδεχομένως να θεωρήσουμε ότι αυτή η νέα εποχή είναι δυνατόν να στεγασθεί υπό το ισχύον Σύνταγμα. Αρκεί προς τούτο, να ερμηνεύσουμε το Σύνταγμα με βάση ηθικά επιχειρήματα και όχι με επιχειρήματα που βασίζονται σε επικρατήσαντες συσχετισμούς δυνάμεων.
"Αυτή η θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου νομίζω ότι είναι εσφαλμένη, και μάλιστα βαθιά εσφαλμένη. Έχει υπέρ της ένα σοβαρό επιχείρημα, ένα επιχείρημα δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όμως δεν παύει να προβαίνει σε κάτι ανεπίτρεπτο: ουσιαστικά καθαγιάζει την ισχύ. Καθαγιάζει δηλαδή τον αγώνα, ο οποίος ενδεχομένως να μην είναι δίκαιος.[...] Δεν έχεις ηθικά δίκαιο, απλώς και μόνο επειδή διαθέτεις την πραγματική ισχύ να διεκδικείς και να πετυχαίνεις όλο και περισσότερο την ικανοποίηση κάποιων αναγκών σου."
ΑπάντησηΔιαγραφήΖητώ συγγνώμη για την αντιγραφή-επικόλληση, όμως η παραπάνω φράση με άγγιξε πάρα πολύ ως φοιτητή της νομικής. Αποστομωτικό επιχείρημα.
Συνέχισε να γλείφεις παιδί μου, τα πας καλά μέχρι τώρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε θα ελεγα οτι η θεωρια του κοινωνικου κεκτημενου ειναι εσφαλμενη,τουλαχιστον με το αιτιολογικο Βουτσακη..Χωρις να εχω διαβασει τον βασικο εκφραστη της στην Ελλαδα,Αρ.Μανεση,τουλαχιστον φαινεται ο Βουτσακης οπως την παρουσιαζει να παραβλεπει εναν πραγμα:το γεγονος οτι αιτηματα μπορει να γινονται κτηματα της κοινωνιας δε σημαινει κιολας οτι την απασχολουν αν θεωρουνται ηθικα ή οχι(σε ευρεια εννοια παντα)..Ας το δουμε πιο πραγματιστικα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο δικαιωμα στην κοινωνικη ασφαλιση πιστευουμε οτι κατοχυρωθηκε επειδη εγινε κομματι της κοινωνικης ηθικης της δεκαετιας του 70 και του 80' ή επειδη ηταν μια πραγματικη αναγκη του ελληνικου λαου που θεμελιωθηκε ως νικη του εργατικου κινηματος στην Ελλαδα απο τις αρχες του 20ου αιωνα?
Τελικα ομως εγω λεω οτι μπορει και να μπεις σε κουβεντα περι ηθικης ή ανηθικοτητας.Εχει νοημα ομως να αντιπαραθετεις την ηθικη του κοσμου της εργασιας και της νεολαιας με την ηθικη των spreads,των επιτοκιων,των χρηματοπιστωτικων ληστρικων αγορων?
Υ.Γ ανωνυμε ειμαι και εγω στη διαθεση σου.Ξερω να γλειφω καλυτερα και απο σενα και απο το lamogio και απο τη Τζουλια.